Αρχεία Ιστολογίου

Οι Ευαγγελικοί του ΕΑΜ

Το πάρκο του Συνοικισμού Ευαγγελικών Κατερίνης, πριν το πόλεμο.

Η μαζική συμμετοχή του Ορθόδοξου λαϊκού κλήρου στην εθνική αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είναι λίγο πολύ γνωστή. Σύμφωνα με το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ: «στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα συμμετείχε και αγωνίστηκε και ο ελληνικός ορθόδοξος κλήρος. Ιδιαίτερα η συμμετοχή του κατώτερου κλήρου υπήρξε σχεδόν καθολική.»¹ Από την άλλη, μια σχετικά άγνωστη σελίδα στην ιστορία της αντίστασης, είναι οι περιπτώσεις των Ευαγγελικών² (Διαμαρτυρόμενων) χριστιανών, που συμμετείχαν στο ΕΑΜ.

Παραθέτουμε ένα σχετικό απόσπασμα από άρθρο για τα 90 χρόνια παρουσίας της προσφυγικής³ Ευαγγελικής Κοινότητας Κατερίνης, του φιλόλογου Πάρι Παπαγεωργίου, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αστήρ της Ανατολής» (τεύχος Ιανουαρίου 2014). Οι υπογραμμίσεις και οι υποσημειώσεις είναι δικές μας:

Οι πρόσφυγες του Συνοικισμού μόλις είχαν αρχίσει να συνέρχονται από την εμπειρία της μικρασιατικής καταστροφής, όταν τον Οκτώβριο του 1940 ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Κατά τα χρόνια της γερμανικής κατοχής που επακολούθησαν, δοκιμάστηκαν για μια φορά ακόμη με φτώχεια, πείνα, τρόμο και ανασφάλεια και οι δοκιμασίες αυτές υπήρξαν για πολλούς μοιραίες και ανυπέρβλητες. Στο συνοικισμό σύμφωνα με μαρτυρία παλαιοτέρων δεν υπήρχαν γερμανόφιλοι. Αντιθέτως, καθώς ο Συνοικισμός βρισκόταν στο δυτικό άκρο της πόλης που οδηγούσε προς τα Πιέρια, εδώ κρύβονταν Άγγλοι και μέσω του Συνοικισμού γινόταν η επικοινωνία με τους αντάρτες, γεγονός για το οποίο είχε προγραφεί ο Συνοικισμός από τους Γερμανούς για να καταστραφεί.

Κάποιοι κάτοικοι του Συνοικισμού επέδειξαν αντιστασιακή δράση είτε εντασσόμενοι στο ΕΑΜ, όπως ο Σάββας Κανταρτζής, ο οποίος υπήρξε δραστήριο μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Αγροτικού Κόμματος της Ελλάδος4, που κατευθύνονταν από το ΕΑΜ και υπεύθυνος «Τύπου και Διαφώτισης» Μακεδονίας-Θράκης, ή στελεχώνοντας τις τάξεις του ΕΛΑΣ. Ο όγδοος τόμος των Απομνημονευμάτων του Κανταρτζή είναι αφιερωμένος στην εξιστόρηση της δύσκολης αυτής περιόδου. Ανάμεσα στα διάφορα τραγικά συμβάντα της κατοχής, που αφορούν συγκεκριμένα ανθρώπους του Συνοικισμού Ευαγγελικών, αναφέρουμε τη σύλληψη και εκτέλεση του πρώην δημάρχου Αιμιλίου Ξανθόπουλου από τους Γερμανούς κατακτητές στις 23 Φεβρουαρίου του 1943 μαζί με άλλους τριάντα επτά πολίτες στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Κατερίνης ως αντίποινα για την ανατίναξη από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ του μεταλλείου χρωμίου του Άη-Δημήτρη.

Οι Γερμανοί βλέποντας τη δράση του ΕΛΑΣ να επεκτείνεται σχεδίαζαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Όλυμπο και τα Πιέρια, ενώ σκόπευαν να εξαρθρώσουν την οργάνωση του ΕΑΜ μέσα στην Κατερίνη, που την θεωρούσαν κέντρο για στρατολόγηση ανταρτών. Στο πλαίσιο αυτό ο Κανταρτζής αναφέρει και το περιστατικό της σύλληψής του στις αρχές του Μαΐου του 1943 μαζί με 104 άλλους υπόπτους ή συγγενείς υπόπτων από την Κατερίνη, που οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στους συλληφθέντες αναφέρονται πάρα πολλοί που προέρχονταν από τον Συνοικισμό Ευαγγελικών, και μάλιστα ο ίδιος ο ποιμένας αιδ. Σταύρος Λαζαρίδης και ο προεστώς Χαράλαμπος Σιδηρόπουλος. Ενώ αρχικά είχε αποφασισθεί οι κρατούμενοι από την Κατερίνη να εκτελεσθούν σε αντίποινα για εκτελέσεις Γερμανών στρατιωτικών, τελικά μετά από ανακρίσεις αφέθηκαν ελεύθεροι στις αρχές Ιουλίου του ίδιου έτους. […] Τον επόμενο Νοέμβριο σε ακόμη μια εκτέλεση είκοσι δύο πολιτών στο αεροδρόμιο της Ανδρομάχης έξω από την Κατερίνη, μόνο από τον Συνοικισμό Ευαγγελικών συμπεριλήφθηκαν τέσσερις: ο Πολύδωρας Σιδηρόπουλος, ο Νίκος Θεοδωρίδης, ο Θεόδωρος Καμπουρίδης και ο Χαράλαμπος Παντ. Σιδηρόπουλος.

[…] Υπήρξαν όμως και μέλη της Ευαγγελικής Κοινότητας που (σ.σ. μεταπολεμικά) εξορίστηκαν εξαιτίας της συνεργασίας τους επί κατοχής με το ΕΑΜ και άλλοι που εκτελέστηκαν ή φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν ως πολιτικοί κρατούμενοι για πολλά χρόνια εξαιτίας της δράσης τους υπέρ του «Δημοκρατικού Στρατού». Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο καπετάν Σιδέρης.

1. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1918-1949), Σύγχρονη Εποχή, σελ. 433.
2. Οι Έλληνες Ευαγγελικοί, είναι μια μικρή κοινότητα διαμαρτυρόμενων χριστιανών που, στην Ελλάδα, έχει παρουσία από το 1858 και αριθμεί μερικές χιλιάδες πιστούς.
3. Η Ελληνική Ευαγγελική κοινότητα είχε σημαντική παρουσία στην Μικρά Ασία. Το 1922, μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την εκδίωξη των Ελληνικών πληθυσμών, οι Ευαγγελικοί πρόσφυγες είτε εντάχθηκαν στις ήδη υπάρχουσες Ευαγγελικές εκκλησίες της Ελλάδας, είτε δημιούργησαν καινούριες στους τόπους όπου εγκαταστάθηκαν. Η μεγαλύτερη από τις εκκλησίες που δημιουργήθηκαν ήταν στην Κατερίνη, όπου ιδρύθηκε ο προσφυγικός «Συνοικισμός Ευαγγελικών».
4. Από το ίδιο άρθρο του Πάρι Παπαγεωργίου: «Ο Σάββας Κανταρτζής, γεννημένος το 1900 στα Κοτύωρα του Πόντου, είχε ενταχθεί από το 1929 στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος (Α.Κ.Ε.), και υπήρξε υποψήφιος βουλευτής του κόμματος αυτού κατά τις εκλογές του 1932.»

Στη φυλακή 84χρονη μοναχή ακτιβίστρια για εισβολή σε πυρηνικό εργοστάσιο

Μία 84χρονη αμερικανίδα μοναχή καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης 34 μηνών, καθώς το 2012 κατάφερε να εισέλθει σε πυρηνικό εργοστάσιο του Τενεσί, ένα από τα πιο αυστηρά φυλασσόμενα στις ΗΠΑ, μαζί με άλλους δύο ακτιβιστές γράφοντας συνθήματα υπέρ της ειρήνης.

Η αδελφή Μέγκαν Ράις κατάφερε να ξεπεράσει τα εμπόδια ασφαλείας στο Υ-12 National Security Complex στο Τενεσί, συνοδευόμενη από δυο ακόμα ακτιβιστές, μέλη της ειρηνιστικής οργάνωσης Transform Now Plowshares, τον Ιούλιο του 2012.

Οι τρεις ακτιβιστές παρέμειναν για περίπου δυο ώρες εντός του πυρηνικού σταθμού. Ανάρτησαν πανό, έγραψαν με σπρέι συνθήματα όπως «Ας εργαστούμε για την ειρήνη και όχι για τον πόλεμο» και ψέκασαν με ανθρώπινο αίμα κτίριο αποθήκευσης και διαχείρισης ουρανίου υψηλού εμπλουτισμού, το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή πυρηνικών βομβών.  Στη συνέχεια συνελήφθησαν από τους φρουρούς ασφαλείας.

Το επεισόδιο αυτό οδήγησε σε αναθεώρηση των κανονισμών ασφαλείας του πυρηνικού εργοστασίου.

«Σας παρακαλώ να μη δείξετε κανένα έλεος για μένα. Το να βρίσκομαι στη φυλακή για το υπόλοιπο της ζωής μου είναι η μεγαλύτερη τιμή που μπορείτε να μου κάνετε» δήλωσε η αδελφή Ράις στο δικαστήριο. Επίσης τόνισε ότι για το μόνο που μετανιώνει είναι ότι άργησε να αναλάβει δράση κατά των πυρηνικών.

Οι δυο άλλοι ακτιβιστές, ο Μάικλ Γουόλι, 64 ετών, και ο Γκρεγκ Μπέρτγε-Ομπέντ, 58 ετών, καταδικάστηκαν σε κάθειρξη πέντε ετών και δυο μηνών.

Ο δικαστής υποστήριξε ότι δυσκολεύτηκε να αποφασίσει για την ποινή της αδελφής Ράις και εξέφρασε την ελπίδα ότι η ποινή που τής επιβλήθηκε θα αποτρέψει την επανάληψη τέτοιων ενεργειών.

Πηγή: TVXS

Μαρξ, υλισμός και πνευματικότητα.

[Ο Μαρξ] ήταν, φυσικά, αθεϊστής· αλλά δεν χρειάζεται να είναι κανείς θρησκευόμενος για να είναι πνευματικός, και στο έργο του ο Μαρξ εκκοσμίκευσε και αφομοίωσε ορισμένα μεγάλα θέματα του ιουδαϊσμού — τη δικαιοσύνη, τη χειραφέτηση, τη βασιλεία της ειρήνης και της αφθονίας, την ημέρα της Κρίσης, την ιστορία ως αφήγηση απελευθέρωσης, την απολύτρωση όχι απλώς του ατόμου αλλά ενός ολόκληρου απόκληρου λαού. Κληρονόμησε επίσης την εβραϊκή εχθρότητα απέναντι στα είδωλα, τα φετίχ και τη σκλαβιά των ψευδαισθήσεων.

Όσον αφορά τη θρησκεία, αξίζει να σημειώσουμε ότι υπάρχουν εβραίοι μαρξιστές, ισλαμιστές μαρξιστές και χριστιανοί μαρξιστές που πρεσβεύουν τη λεγόμενη θεολογία της απελευθέρωσης. Όλοι τους είναι υλιστές υπό την έννοια που έδινε στη λέξη ο Μαρξ. Η Έλεανορ Μαρξ, κόρη του Μαρξ, αναφέρει ότι ο πατέρας της είχε πει κάποτε στη μητέρα της πως αν ήθελε «να ικανοποιήσει τις μεταφυσικές ανάγκες της» έπρεπε ν’ ανατρέξει στους εβραίους προφήτες αντί να προσβλέπει στην Κοσμική Εταιρεία,¹ στις συγκεντρώσεις της οποίας ενίοτε συμμετείχε.² Ο μαρξικός υλισμός δεν αποτελεί ένα σύνολο δηλώσεων σχετικά με τον κόσμο, όπως «Τα πάντα είναι φτιαγμένα από άτομα» ή «Δεν υπάρχει Θεός». Πρόκειται για μια θεωρία που περιγράφει πως λειτουργούν τα ιστορικά ζώα.

1. [Σ. τ. Μ.] National Secular Society. Ιδρύθηκε στη Βρετανία το 1866 και δραστηριοποιείται γύρω από την υπεράσπιση του αθεϊσμού και των δικαιωμάτων των αθεϊστών.
2. Βλ. Max Beer, «Fifty Years of International Socialism» (Λονδίνο, 1935), σ. 74. Γι’ αυτή την παραπομπή, ευχαριστώ στον Marc Mulholland.

Απόσπασμα από: Terry Eagleton, Γιατί ο Μαρξ είχε δίκιο, Εκδόσεις Πατάκη, σελ. 209-210.

Σημείωση των Υπερβολών: Τα λόγια του Χριστού: «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος», στην ουσία επιβεβαιώνουν την αναγκαιότητα του άρτου ώστε οι άνθρωποι να ζήσουν. Οι περιπτώσεις που ο Χριστός έδωσε τροφή στα πλήθη στην έρημο ή παρείχε κρασί στο γάμο της Κανά, υποδηλώνουν ένα είδος «υλιστικής» αντίληψης για τη ζωή. Οι χριστιανοί που απαξιώνουν τις υλικές ανάγκες των ανθρώπων υποβαθμίζοντας την σημασία της εναντίωσης στην ανισότητα, στην αδικία και στο σύστημα που γεννά ή διογκώνει αυτά τα φαινόμενα, στην πραγματικότητα ευτελίζουν την πνευματικότητα του χριστιανισμού καθιστώντας τον μια θρησκεία αγγέλων, χρήσιμο εργαλείο για τα αφεντικά, όπιο για το λαό.

Η Θεολογία της Απελευθέρωσης στη ζωή της Βίβλου

Παραθέτουμε ένα κείμενο του Gil Dawes, Αμερικανού πάστορα μιας ενορίας η οποία άνηκε στην Ενιαία Μεθοδιστική Εκκλησία (United Methodist Church). Ο Dawes ήταν σαφώς επηρεασμένος απ’ τη Θεολογία της Απελευθέρωσης. Στο κείμενο αυτό, διηγείται την, πολύ ενδιαφέρουσα και γεμάτη διδάγματα, ιστορία της τοπικής εκκλησίας του στην Αϊόβα των ΗΠΑ. Το κείμενο είναι από το βιβλίο «Αριστερά και Θρησκεία – Η Θεολογία της Απελευθέρωσης», που κυκλοφόρησε το 1984 απ’ τη «Μηνιαία Επιθεώρηση».

Επί δεκατρία χρόνια, μια τοπική Ενιαία Μεθοδιστική ενορία στο Καμάντσε στην πολιτεία Αϊόβα, συμπαραστάθηκε ενεργά σε διάφορους τοπικούς, εθνικούς και διεθνείς αγώνες απελευθέρωσης.
  • Ξανά και ξανά η ενορία κατήγγειλε και διαδήλωσε ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ.
  • Μέλη της ενορίας οργάνωσαν τοπικές πικετοφορίες σε συμπαράσταση των Γηγενών Αμερικάνων στο Γούντεντ Νη.
  • Ο πάστορας, μαζί με άλλα μέλη της ενορίας, πήγε στο Ουισκόνσιν για να συμπαρασταθεί σε μια ομάδα της φυλής Μενομινή που είχε καταλάβει ένα συγκρότημα κελιών δοκίμων Ρωμαιοκαθολικών μοναχών.
  • Μέλη της ενορίας οργάνωσαν πικετοφορίες στα πολυκαταστήματα της περιοχής για το μποϋκοτάρισμα ορισμένων προϊόντων (Farah slacks).
  • Η ενορία συγκέντρωσε και απέστειλε σημαντική οικονομική υποστήριξη στο Πατριωτικό Μέτωπο στο Ζιμπάμπουε.
  • Το 1979 το Συνέδριο της Οργάνωσης Πολιτείας του Κομμουνιστικού Κόμματος πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Αδελφότητας της εκκλησίας.
  • Η ενορία υποστήριξε μια τοπική ανεπίσημη απεργία, και, αργότερα, μια απεργία διαρκείας, που κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο, με πικετοφορίες, οικονομική υποστήριξη και διαφώτιση της κοινής γνώμης.
  • Σε σχέση με την παραπάνω απεργία, φιλοξένησε την Άντζελα Νταίηβις στην εκκλησία, όταν ήλθε για μια εκδήλωση συμπαράστασης στο σωματείο.
  • Ο πάστορας ξυλοκοπήθηκε από την αστυνομία, συνελήφθη με τις κατηγορίες διασάλευσης της τάξεως και αντίστασης κατά της αρχής, δικάστηκε και αθωώθηκε από τους ενόρκους, ενώ σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας είχε την ολόψυχη συμπαράσταση της ενορίας του.

Η εκκλησία του Αγίου Μάρκου, σήμερα

Τα παραπάνω δεν αποτελούν βέβαια τον πλήρη κατάλογο των δραστηριοτήτων, αλλά είναι ενδεικτικά του εύρους και του βάθους των ενδιαφερόντων και του τρόπου ανταπόκρισης αυτής της ενορίας. Σαν αποτέλεσμα αυτών των δραστηριοτήτων το όνομά της (Σαιντ Μαρκ’ς – Αγίου Μάρκου) προφερόταν από τους φίλους της με έμφαση στο κάππα, σαν Σαιντ Μαρξ. Οι εχθροί της την αποκαλούσαν “εκείνη η εκκλησία με τα κομμούνια”.

Γενικά μια τέτοιου είδους περιγραφή είναι πραγματικά ανήκουστη για μια εκκλησία στις ΗΠΑ. Θα μπορούσε ίσως να ισχύσει για μια από τις μεγάλες, πολυμελείς και πλούσιες εκκλησίες της Δυτικής Ακτής, ή για κάποια ενορία πανεπιστημιούπολης στις μεγαλουπόλεις. Αλλά η εκκλησία για την οποία γίνεται λόγος λειτουργούσε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ήταν μια ομάδα 170 ανθρώπων σε μια μικρή πόλη με 5.000 κατοίκους στην καρδιά της Ζώνης της Βίβλου. Η Ζώνη αυτή αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης βιομηχανοποιημένης περιοχής κατά μήκος του ποταμού Μισισιπή, η οποία είναι γνωστή για τις αντιδραστικές της παραδόσεις.

Η ύπαρξη αυτής της προοδευτικής Χριστιανικής κοινότητας σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν ήταν βέβαια ένα είδος “ανωμαλίας της φύσης” ούτε πολύ περισσότερο προϊόν της τύχης. Ήταν το αποτέλεσμα συγκεκριμένου σχεδιασμού, σκληρής δουλειάς, και μακροχρόνιας, συστηματικής προσπάθειας ενάντια σε αδίστακτους αντιπάλους.

Η περιοχή αυτή στη διάρκεια της ιστορίας δεν ήταν πάντοτε συντηρητική ή αντιδραστική. Η Αϊόβα αποτελούσε τμήμα του κινήματος για την κατάργηση της δουλείας κατά την περίοδο πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο (1861-64). Μια από τις κύριες αρτηρίες φυγάδευσης ήταν ο ποταμός Μισισιπής, και η περιοχή Κλίντον ένας από τους σταθμούς της. Η Εκκλησία των Μεθοδιστών διασπάσθηκε πάνω στο ζήτημα της δουλείας 15 χρόνια πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, και δεν συνενώθηκε σ’ ενιαίο δόγμα παρά μόνο το 1939, σχεδόν εκατό χρόνια μετά τη διάσπαση. Η τοπική Μεθοδιστική ενορία στο Καμάντσε συναθροίστηκε για πρώτη φορά το 1839, μ’ έναν επισκέπτη πάστορα που περιέτρεχε ολόκληρη την περιοχή. Δεν έχουμε όμως καμιά ένδειξη σχετικά με τη στάση της ενορίας ως προς το ζήτημα της δουλείας.

Στις αρχές του αιώνα η περιοχή είχε χωριστεί σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα γύρω από πολλά ζητήματα, ένα από τα οποία ήταν και το ζήτημα της δουλείας. Η περίοδος Ανόρθωσης μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο είχε φέρει στο προσκήνιο την Κου-Κλουξ-Κλαν, όχι μόνο στο Νότο αλλά και στις βορεινές παραποτάμιες περιοχές. Στόχος των επιθέσεών της δεν ήταν μόνο οι λιγοστοί μαύροι κάτοικοι αλλά ένας ολόκληρος πληθυσμός Καθολικών μεταναστών και οι αυξανόμενες κινήσεις για συνδικαλιστική οργάνωση. Από τη μια πλευρά αυτής της σύγκρουσης ήταν ένα σοσιαλιστικό κίνημα που γέννησε δυο τοπικές εφημερίδες (“Ointon County Socialist” και “Merry War”) και εξέλεξε αντιπροσώπους στο δημοτικό συμβούλιο. Από την άλλη πλευρά, μαζί με την ΚΚΚ, ήταν ο Αμερικάνικος Προστατευτικός Σύνδεσμος (American Protective Association) που συγκροτήθηκε στο Κλίντον της Αϊόβα, και αργότερα εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα. Δημιούργημα ενός αντιδραστικού επιχειρηματικού τομέα, η οργάνωση αυτή κατάρτισε “μαύρες λίστες” που χρησιμοποιήθηκαν από τον Γενικό Εισαγγελέα Πάλμερ για να συλλάβει, να προφυλακίσει και, σε πολλές περιπτώσεις, να εκτοπίσει κάπου 10.000 συνδικαλιστές.

Παρόλο που η συνδικαλιστική οργάνωση ξεκίνησε γύρω στις αρχές του αιώνα και τα σωματεία διατήρησαν μια έντονη παρουσία στην περιοχή, η δύναμη του τοπικού κατεστημένου, σε συνδυασμό με τους πολιτειακούς νόμους της Αϊόβα ”περί του δικαιώματος της εργασίας”, τελικά επιβλήθηκε ώστε σήμερα η περιοχή να αποτελεί ένα από τα οχυρά του επιχειρηματικού κόσμου. Κάθε ανάμνηση του σοσιαλιστικού κινήματος έσβησε. Μετά τη Μακαρθική περίοδο μάλιστα η περιοχή αποτελούσε ένα από τα τυπικά παραδείγματα “αγνού αμερικανισμού”. Οι εκκλησίες εκεί δεν φαίνεται να έκαναν τίποτε το ξεχωριστό, πέρα από τη συνήθη ηθικοπλαστική συμμετοχή στο στάτους κβο.

Η εκκλησία στο Καμάντσε ήταν μια μικρή ενορία μιας μικρής κηπούπολης, και αποτελούνταν κυρίως από εργάτες, μερικούς επαγγελματίες και λιγοστούς διοικητικούς υπάλληλους και αγρότες. Παρέπαιε ανάμεσα σ’ έναν καθαρό θρησκευτικό συντηρητισμό και σ’ έναν συγκεχυμένο κοινωνικό φιλελευθερισμό, ανάλογα με τις απόψεις του εκάστοτε πάστορα. Σαν διορισμός δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα ευνοϊκός. Η θέση δεν αφορούσε μόνο την ενορία του Καμάντσε, γιατί από την ίδρυσή της μέχρι το 1971 μοιράζονταν τον πάστορα με τουλάχιστον άλλη μια εκκλησία. Καθώς όμως η πόλη άρχισε να μεγαλώνει σαν “υπνοδωμάτιο” της ευρύτερης περιοχής του Κλίντον, η ηγεσία του δόγματος αποφάσισε να προβιβάσει την ενορία και να αποστείλει έναν πάστορα αποκλειστικά για το Καμάντσε, μαζί με ιεραποστολική υποστήριξη για το ξεκίνημα. Ήταν ακριβώς τότε που διορίστηκα εγώ σ’ αυτή τη θέση του πάστορα. Το γεγονός δεν θεωρήθηκε και πολύ σημαντικό για την ενορία, ούτε και κάποια ιδιαίτερη τιμή για μένα. Το Καμάντσε ήταν, κατά γενική εκτίμηση, μια πολιτιστική έρημος, και εγώ, που μόλις είχα επιστρέψει από τη Λατινική Αμερική, είχα αρχίσει να επικρίνω δημόσια την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Κατά κάποιο τρόπο η ιεραρχία του δόγματος ήταν της γνώμης ότι της ενορίας της άξιζε κάποιος σαν κι εμένα, και εμένα μου άξιζε μια τέτοια ενορία!

Από τη δική μου σκοπιά, η θητεία μου στο Καμάντσε ήταν ένα πείραμα για να δω αν οι Χριστιανοί σ’ ένα χαρακτηριστικά “αμερικάνικο” περιβάλλον μιας μικρής πόλης των ΗΠΑ, θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στο μήνυμα του Ευαγγελίου μέσα από την ερμηνεία της θεολογίας της απελευθέρωσης. Ένιωθα πως “αν λειτουργούσε στο Καμάντσε”, τότε θα μπορούσε να λειτουργήσει παντού. Δεν ήταν ένα ακαδημαϊκό πείραμα, αλλά κάτι που με απασχολούσε και στο οποίο είχα συμμετάσχει ενεργά επί πολλά χρόνια. Ήξερα πως οι Χριστιανοί στη Λατινική Αμερική ανταποκρίνονταν σ’ αυτό το μήνυμα, αλλά δεν ήξερα αν οι Βορειο-αμερικάνοι, εφόσον τους παρεχόταν μια ανάλογη ευκαιρία θα έκαναν το ίδιο. Ήταν στ’ αλήθεια η τοπική εκκλησία μια χαμένη υπόθεση, όπως έμοιαζαν να πιστεύουν οι περισσότεροι προοδευτικοί Χριστιανοί και μη-Χριστιανοί, ή ήταν ένα πεδίο που δεν είχε δοκιμαστεί τόσο από θεολογική όσο και από ιδεολογική άποψη; Έπρεπε να βρω την απάντηση μόνος μου. Μου ήταν αδύνατο, είτε από Χριστιανική είτε από Μαρξιστική σκοπιά, να δεχτώ να χαραμίσω τη ζωή μου σε κάτι ανούσιο, κάτι που θα ήταν άχρηστο ως προς τα δύο ετούτα οράματα.

“Χρήσιμο” δεν σήμαινε για μένα να δράσω ατομιστικά σαν τον “φτωχό και μόνο καουμπόυ”. Σήμαινε να διαμορφώσω μια κοινότητα πίστης και δράσης. Γνωρίζοντας τις θρησκευτικές ρίζες αυτής της χώρας, κι έχοντας μεγαλώσει στην Αϊόβα, ήμουνα πεισμένος πως η προσπάθεια αυτή όχι μόνο άξιζε τον κόπο, αλλά ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Μου ήταν απολύτως καθαρό πως αν δεν γινόταν κάποιου είδους θρησκευτικο-πολιτική σύνδεση, ο Συντηρητικός προτεσταντισμός (φονταμενταλισμός) είχε την εξαιρετικά επικίνδυνη δυνατότητα να μετατραπεί σε μυθολογική βάση ενός Αμερικάνικου Φασισμού. Στη Ναζιστική Γερμανία το μυθολογικό στοιχείο του φασισμού ήταν οι μύθοι των Γερμανικών φύλων, αλλά εδώ ο ρόλος αυτός ανήκει οπωσδήποτε στο Συντηρητικό Χριστιανισμό. Είχα δει αυτό τον Βορειοαμερικάνικο προτεσταντικό Συντηρητισμό να λειτουργεί σαν ανοιχτός θρησκευτικός ιμπεριαλισμός στη Λατινική Αμερική όπου χρησίμευε για τη δικαίωση και διαιώνιση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ήταν λοιπόν πολύ σημαντικό τουλάχιστον να σπάσει το μονοπώλιο του Συντηρητισμού πάνω στα σύμβολα και τους μύθους. Έτσι το Καμάντσε ήταν η δοκιμασία για ορισμένα πολύ κρίσιμα και μακρόπνοα ζητήματα.

Το πρώτο πράγμα που έκανα στο Καμάντσε ήταν να τοποθετήσω Βίβλους στα στασίδια, έτσι ώστε οι εκκλησιαζόμενοι όχι μόνο ν’ ακούν αλλά και να βλέπουν τα κείμενα. Είπα: “Δεν θα πιστέψετε αυτά που θα ακούσετε παρά μόνο όταν τα δείτε με τα ίδια σας τα μάτια!” Όποτε διάβαζα από τις Γραφές, στο κήρυγμα της Κυριακής, φρόντιζα να εντάξω το κείμενο στο ευρύτερο του πλαίσιο. Έπρεπε να σταματήσει πια εκείνη η συνήθεια των προτεσταντών Συντηρητιστών να κολλάνε ξεκάρφωτα εδάφια εκτός συμφραζόμενων! Με το ”ευρύτερο πλαίσιο” δεν εννοώ μονάχα τη θέση του μέσα στη Βίβλο αλλά και την ιστορική στιγμή και τη συγκεκριμένη ανησυχία απ’ όπου ξεπήδησε το αναφερόμενο κείμενο. Από αυτή την προσέγγιση των Γραφών, και από τον εντοπισμό των κοινωνικο-οικονομικών και ιστορικών συνθηκών όπου γεννήθηκε αυτός ο Λόγος, φάνηκε πολύ καθαρά ότι εδώ αντιμετωπίζαμε τη Βίβλο με πολύ μεγαλύτερη σοβαρότητα. Γιατί δεν επρόκειτο ούτε για τον παλιό Συντηρητικό φιλολογισμό του “τσιμπολογήματος φράσεων” ούτε για τη φιλελεύθερη “θεματική” προσέγγιση. Όταν πια αυτό έγινε κατανοητό, προχωρήσαμε στο ερώτημα γύρω από το νόημα του κειμένου σε σχέση με τη σημερινή μας ιστορική κατάσταση.

Προφανώς, μια τέτοια διαφορετική προσέγγιση δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σαν αποτέλεσμα μερικών εικοσάλεπτων εβδομαδιαίων κηρυγμάτων. Ακόμα κι αν μετά από κάθε κήρυγμα υπάρχει, όπως φρόντιζα πάντα να υπάρχει, χρόνος για ερωτήσεις και διευκρινήσεις σχετικά με το κείμενο της Βίβλου και την ερμηνεία του, η δουλειά αυτή από μόνη της δεν επαρκεί. Από την ανάγκη για παραπέρα σκέψη και συζήτηση, προήλθαν οι εβδομαδιαίες συναντήσεις της ομάδας μελέτης, κάθε Τετάρτη. Σ’ αυτές τις συναντήσεις, η πρώτη ώρα αφιερώνονταν στη μελέτη του βιβλικού κειμένου που θα χρησίμευε ως βάση για το κήρυγμα της επόμενης Κυριακής. Διαβαζόταν δυνατά, ύστερα δινόταν το ιστορικό πλαίσιο και ορισμένες διευκρινήσεις, και τέλος συζητούσαμε το νόημα και τη σημασία του τόσο στο αρχικό του πλαίσιο όσο και στη σημερινή εποχή. Οι ιστορικές πληροφορίες περιλάμβαναν πράγματα όπως το γεγονός ότι η εποχή του Μωυσή ήταν μια περίοδος εξέγερσης των σκλάβων στην Αυτοκρατορική Αίγυπτο, ότι ο Ιησούς έζησε σε μια περίοδο παρατεταμένου αγώνα ενάντια στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ότι η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν εξεταστεί μέσα από το πρίσμα ενός ταξικού πολέμου που περιλαμβάνει την Εξέγερση των Χωρικών. Η αξία όλων αυτών δεν ήταν απλώς το ότι τα μέλη της ενορίας άκουγαν μια πιο εκτεταμένη ανάλυση των δικών μου απόψεων, αλλά το ότι όλοι μαζί προχωρούσαμε σε μια βαθύτερη κατανόηση των θεολογικών καταβολών μας. Εγώ διδασκόμουν απ’ αυτούς, κι εκείνοι δίδασκαν ο ένας τον άλλον, και σε πολλές περιπτώσεις οι παρατηρήσεις τους και οι ερωτήσεις τους με έκαναν να αλλάζω ορισμένα στοιχεία του κηρύγματος της επόμενης Κυριακής.

Τη δεύτερη ώρα των συναντήσεων γινόταν συζήτηση και ανάλυση των πρόσφατων γεγονότων και εξελίξεων. Η ερώτηση με την οποία ξεκινάγαμε ήταν: ”Τί σημαντικά πράγματα συνέβησαν στην περιοχή μας, στη χώρα μας και σ’ ολόκληρο τον κόσμο αυτή την εβδομάδα;” Η λέξη κλειδί εδώ είναι, βέβαια, η λέξη “σημαντικά”. Γιατί σήμαινε ότι έπρεπε να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το σημαντικό από το ασήμαντο. Σιγά-σιγά, καθώς οι άνθρωποι τη μια βδομάδα μετά την άλλη πρότειναν ο καθένας τους εκείνο που νόμιζε σημαντικό, συμμετέχοντας σε μια ανοιχτή συζήτηση, ξεχώρισαν ή διαμορφώθηκαν κάποιες απόψεις που αποδείχτηκαν ακριβείς και χρήσιμες σαν ερμηνείες του τί συνέβαινε, ενώ άλλες εγκαταλήφθηκαν. Αυτό σήμαινε ότι σε εβδομαδιαία βάση περνάγαμε όλοι μαζί από μια διαδικασία ιδεολογικού μετασχηματισμού. Όταν άρχισαν να εντοπίζονται γενικότερες τάσεις, θέτοντας ερωτήματα για τα οποία δεν είχαμε επαρκείς απαντήσεις, προχωρούσαμε σε μια μελέτη του συγκεκριμένου ζητήματος. Ένα από αυτά τα ζητήματα που ανέκυψε πολλές φορές ήταν η έλλειψη πληροφοριών για τα άλλα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά συστήματα. Έτσι μελετήσαμε το ”Εισαγωγή στο Σοσιαλισμό” των Χούμπερμαν και Σουήζυ, το ”Παγκόσμια Πείνα: Δέκα μύθοι” των Λαπέ και Κόλλινς, το ”Λαοί και Συστήματα” μια μελέτη για τις ΗΠΑ, τη Λ.Δ. Κίνας, την Τανζανία και την Κούβα, και το ”Ο Εχθρός” του Φελίξ Γκρην.

Αυτές οι δυο πλευρές της ομάδας μελέτης — η θεολογική και η ιδεολογική — δεν αποτελούσαν δυο αυστηρά ξεχωριστές ενότητες αλλά πολύ συχνά συνδέονταν μεταξύ τους μέσα στη συζήτηση. Αυτό που προέκυψε από τη μελέτη ετούτη ήταν πως ο Ελληνικός διαχωρισμός ανάμεσα στο νου και την ύλη, το σώμα και την ψυχή, τη σάρκα και το πνεύμα, το άτομο και την κοινότητα, ήταν ψευδής. Παραπέρα είδαμε ότι η πρωτοχριστιανική εκκλησία, καθώς εξαπλώθηκε στις εμπορικές πόλεις της Μικράς Ασίας, δέχτηκε τις επιδράσεις του Γνωστικισμού και των ντόπιων θρησκειών, που είχαν σα φιλοσοφική βάση τον Ελληνικό δυϊσμό. Και είδαμε επίσης ότι η Εβραϊκή θεολογία είχε αντιπαλέψει τη δυϊστική κοσμοθεωρία που γεννούσε ο Ελληνικός φιλοσοφικός ιδεαλισμός. Σαν αποτέλεσμα, η Ιουδαϊκή ερμηνεία έχει περιγραφεί σαν η πιο υλιστική απ’ όλες τις θρησκείες. Κι αυτή ήταν η βάση του πρώιμου Χριστιανισμού (αν και αυτό το γεγονός το ανακαλύψαμε από τη μελέτη της Μαρξιστικής κριτικής του ύστερου Χριστιανισμού). Έτσι μπορέσαμε να κατανοήσουμε ότι το κίνημα της Βασιλείας των Ουρανών με τον Ιησού και την πρωτοχριστιανική εκκλησία διαμόρφωσε μια πρωτόγονη κομμουνιστική κουλτούρα η οποία επιβίωσε σε διάφορους βαθμούς επί αρκετούς αιώνες. Προήλθε φυσικά από τις αιρέσεις ”της ερήμου”, όπως οι Εσσαίοι και το κίνημα του Ιωάννη του Βαπτιστή, αλλά πραγματοποίησε κι ένα πολύ σημαντικό βήμα πιο πέρα. Για πρώτη φορά, ο πρωτόγονος κομμουνισμός δεν βασιζόταν στην οικογένεια, στη φυλή ή σε μια ομοσπονδία φυλών.

Όλες αυτές οι “ανακαλύψεις” μας, τελικά σήμαιναν ότι ο Μαρξισμός δεν ήταν απλώς ένα μέσο έκφρασης της Χριστιανικής μας συμπεριφοράς, αλλά κι ένα εργαλείο για την κατανόηση των Ιουδαιο-Χριστιανικών καταβολών μας.

Οπωσδήποτε, η συζήτηση τέτοιων θεμάτων έδινε μεγάλη ζωντάνια στην ομάδα μελέτης. Η μελέτη ήταν σοβαρή αλλά κι ευχάριστη γιατί επιχειρηματολογούσαμε και γελάγαμε μαζί. Μέσα από αυτή την κατάσταση η ομάδα βαθμιαία διαμορφώθηκε σε μια κοινότητα “πίστεως εν δράσει”. Το σημαντικό ποσοστό της ενορίας που συμμετείχε τακτικά στην ομάδα μελέτης αποτέλεσε τον πυρήνα που “ήξερε τί έκανε και γιατί”. Τα μέλη της μπορούσαν να διατυπώσουν ένα λόγο που εξηγούσε την πίστη τους, τόσο στο θεολογικό όσο και στο ιδεολογικό επίπεδο.

Επειδή όλοι δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στην ομάδα μελέτης, χρειάστηκε να δημιουργηθούν κάποιες δυνατότητες για εκείνους που έβλεπαν με συμπάθεια την όλη προσπάθεια, και είχαν τη διάθεση να ασχοληθούν με κάτι περισσότερο από την παρακολούθηση του κυριακάτικου κηρύγματος. Αυτό που τελικά έγινε ήτανε μια ”συνάντηση για καφέ” όπου 40-50 άτομα μένανε μετά τη λειτουργία της Κυριακής για μια ώρα περίπου κουβεντιάζοντας σε μια ανεπίσημη ατμόσφαιρα. Ενώ τα παιδιά ήταν στο κατηχητικό, οι ενήλικες (που περιλάμβαναν και τους μαθητές του γυμνασίου)άρχιζαν με ερωτήσεις γύρω από το θέμα του κηρύγματος που είχε προηγηθεί, και συνέχιζαν από κει σε μια ευρύτερη συζήτηση. Ήταν εντυπωσιακό το ότι με δυσκολία βρίσκαμε κάποιον ενήλικα να διδάξει στο κατηχητικό, γιατί αυτό σήμαινε ότι θα έχανε τη ”συνάντηση του καφέ”. Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα χρειάστηκε να εναλλάσσουμε τους διδάσκοντες κατά τακτικά διαστήματα.

Η επιμόρφωση από την ομάδα μελέτης, το κήρυγμα και τη συνάντηση του καφέ ήταν πολύ ουσιαστική, τόσο μάλιστα που οι επισκέπτες στην ενορία μας νόμιζαν ότι είχαν πέσει κατά λάθος σε μια συζήτηση πανεπιστημιακών ή τουλάχιστον ανθρώπων με πανεπιστημιακή παιδεία. Στην πραγματικότητα,ελάχιστοι είχαν φοιτήσει σε πανεπιστήμια, μερικοί δεν είχαν τελειώσει το γυμνάσιο, και υπήρχαν και ορισμένοι τελείως αγράμματοι. Αυτές οι διαφορές δεν δημιουργούσαν εμπόδια στη συζήτηση μέσα στην ομάδα γιατί το θέμα ήταν η ζωή και οι εμπειρίες των ανθρώπων.

Από οργανωτική άποψη, οι συναντήσεις του καφέ αποτελούσαν έναν δεύτερο, ομόκεντρο κύκλο δραστηριότητας γύρω από τον πυρήνα της ομάδας μελέτης. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτές τις συναντήσεις βοηθούσαν στην παραπέρα πληροφόρηση εκείνων που έρχονταν μόνο στη λειτουργία, καθώς και εκείνων που κατοικούσαν στην ενορία μας αλλά δεν είχαν επαφή με την εκκλησία.

Αν η μελέτη και η συζήτηση δεν είχε συνδυαστεί σε μια δεύτερη φάση με συγκεκριμένη δράση, τότε η πορεία των γεγονότων στο Σαιντ Μαρκ’ς θα ήταν απλώς μια διαρκής ανακύκλωση και επανάληψη. Αν δεν δοκιμάζαμε τα συμπεράσματά μας και τους εαυτούς μας, θα χτίζαμε απλώς ένα γυάλινο πύργο, αποκομμένο από την πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν,προχωρήσαμε και στην πράξη. Οι ενέργειες που περιγράψαμε στην αρχή αυτού του άρθρου μας οδηγούσαν, με κάθε βήμα,σε μια βαθύτερη κατανόηση του κόσμου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, βέβαια, κάποιοι εγκατέλειπαν την ομάδα, αλλά εκείνοι που παρέμεναν και συμμετείχαν, δυνάμωναν. Και επιπλέον υπήρχαν και άλλοι που έρχονταν στην εκκλησία για να δουλέψουν μαζί μας μετά από κάθε ενέργεια. Η κατήχηση στην πράξη είναι πολύ ισχυρότερη από την κατήχηση με τα λόγια. Η κατανόηση της πραγματικότητας γινόταν καθαρότερη και η Χριστιανική και Μαρξιστική τοποθέτησή μας βαθύτερη, κάθε φορά που έμπαινε σε δοκιμασία. Αυτό δε σημαίνει ότι η όλη διαδικασία ήταν εύκολη ή ανώδυνη. Κάθε φορά που κάποιος αποχωρούσε, ήταν μια πολύ οδυνηρή εμπειρία για τους υπόλοιπους γιατί πραγματικά είχαμε διαμορφώσει πολύ στενούς δεσμούς μεταξύ μας. Μάλιστα, το πιο δύσκολο πράγμα που έχει να αντιμετωπίσει μια ομάδα αυτού του είδους, είναι η ρήξη μέσα στην οικογένεια ή μεταξύ φίλων. Τα λόγια του Χριστού για το αναπόφευκτο της ρήξης ακόμα και μέσα στην οικογένεια σαν αποτέλεσμα της απόφασης να ταχθείς στο σκληρό αγώνα, απέκτησαν μια ιδιαίτερη σημασία για μας καθώς ζούσαμε αυτή την εμπειρία κάθε φορά που βάζαμε στην πράξη τα όσα κηρύτταμε.

Το πιο σημαντικό στοιχείο της μελέτης μας ήταν η προσπάθεια να εντοπίσουμε την κοινή ρίζα των διαφόρων υποθέσεων για τις οποίες αποφασίζαμε να δράσουμε. Χωρίς μια τέτοια κατεύθυνση, οι άνθρωποι θα αναλώνονταν και πολύ εύκολα θα χάνονταν στην αναζήτηση των μυριάδων φαινομενικά ασύνδετων δεδομένων. Τόσο η θεολογία της απελευθέρωσης όσο και η Μαρξιστική θεωρία, η καθεμιά από τη σκοπιά της, πάντα αναζητούν τη ρίζα του προβλήματος — και γι’ αυτό είναι και οι δυο ριζοσπαστικές. Και οι δυο αναλύουν τα φαινόμενα μέχρι το σημείο όπου συνδέονται μεταξύ τους, κι έτσι όταν διερευνούσαμε τα συγκεκριμένα ζητήματα δεν πελαγοδρομούσαμε αλλά αντίθετα βαθαίναμε την κατανόησή τους. Μια φιλελεύθερη προσέγγιση στις ίδιες υποθέσεις συνήθως οδηγεί σε μια εξάντληση δυνάμεων γιατί δεν υπάρχει ένα εναλλακτικό όραμα που να συνδέει τις λεπτομέρειες σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Σαν αποτέλεσμα, ο φιλελευθερισμός είναι αναγκασμένος να περιορίζει είτε το βάθος είτε τον αριθμό των ζητημάτων στα οποία παρεμβαίνει.

Ο αυτοπροσδιορισμός μας σαν ομάδα δεν προήλθε μόνο από την κοινή μελέτη και δράση, αλλά και από την εχθρότητα που αντιμετωπίσαμε. Απ’ την πρώτη κιόλας Κυριακή που μίλησα στην εκκλησία του Καμάντσε, το αντίπαλο στρατόπεδο έκανε την παρουσία του αισθητή. Η σύζυγος ενός δικηγόρου της περιοχής και ιδιοκτήτη ακινήτων στις φτωχογειτονιές, η οποία αποτελούσε έναν από τους αυτόκλητους στυλοβάτες της εκκλησίας, άρχισε μια εκστρατεία ψιθύρων διαδίδοντας ότι ήμουν “κομμουνιστής”. Καθώς δεν. είχα χρησιμοποιήσει καμιά επίμαχη λέξη στο κήρυγμά μου, και είχα βασιστεί αποκλειστικά στο κείμενο της Βίβλου, η αντίδραση του κόσμου,ήταν να αναρωτηθεί περισσότερο για τα δικά της κίνητρα παρά για τις δικές μου πολιτικές πεποιθήσεις. Και πολλοί είπαν “δεν ξέρουμε ποιος είναι ούτε από πού έρχεται, αλλά αν αυτή είναι εναντίον του, τότε εμείς είμαστε μαζί του”.

Το επόμενο στάδιο της επίθεσης ήταν ένα οικονομικό μποϋκοτάρισμα από τους δεξιούς που διαφωνούσαν με την κατεύθυνση των κηρυγμάτων μου. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που κατήγγειλαν το μποϋκοτάρισμα όταν το έκαναν εργάτες ενάντια στις εταιρείες, αλλά ήταν μια χαρά όταν το χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για να με κάνουν να σωπάσω ή να φύγω. Παρόλο που ο περιορισμός των οικονομικών πόρων ήταν οδυνηρός για μια μικρή ενορία σαν τη δική μας, δεν ήταν καθοριστικής σημασίας. Μάλιστα, τούτο έδειξε στους υπόλοιπους ότι δεν ήταν οι πλούσιοι, αλλά οι εργάτες και οι φτωχοί που σήκωναν το κύριο οικονομικό βάρος για τη λειτουργία της εκκλησίας. Κι όταν οι εργαζόμενοι είδαν τί συνέβαινε, αύξησαν τις προσφορές τους για να αντισταθμίσουν το μποϋκοτάρισμα των πλούσιων.

Όταν φάνηκε ότι το οικονομικό μποϋκοτάρισμα δεν λειτούργησε, το επόμενο βήμα ήταν η αποχώρηση, από τις διοικητικές θέσεις, των ανθρώπων που θεωρούνταν αναντικατάστατοι για τη λειτουργία της εκκλησίας. Αν και αυτό αρχικά ανησύχησε πολύ όσους παρέμειναν, σύντομα έγινε φανερό ότι και άλλα μπορούσαν να κάνουν τις δουλειές, και για πρώτη φορά υπήρξε ένα πραγματικό πνεύμα συνεργασίας. Τα πάντα λειτουργούσαν καλύτερα από πριν!

Πέρα από τις εχθρικές ενέργειες μέσα στην ενορία, η επιχειρηματική και κοινωνική “ελίτ” προσπάθησε να πιέσει τον επίσκοπο να με μεταθέσει, και πολύ συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της ανεπίσημης απεργίας που αναφέραμε στην αρχή του άρθρου. Σε μια περίπτωση τα πράγματα οξύνθηκαν τόσο ώστε κλήθηκα σε απολογία ενώπιον του επισκόπου και 13 τοποτηρητών της πολιτείας της Αϊόβα. Επρόκειτο για μια απαίτηση δίχως προηγούμενο από την πλευρά της ιεραρχίας,γι’ αυτό απάντησα λέγοντας ότι θα επιθυμούσα να φέρω μαζί μου άλλον έναν πάστορα στη συνεδρία. Ο τοποτηρητής της περιοχής μου με πληροφόρησε ότι ήταν αδύνατο γιατί κάτι τέτοιο ”θα παραβίαζε την εμπιστευτικότητα της διαδικασίας των διορισμών”. Αντέτεινα ότι ο συνάδελφος μου θα μπορούσε να είναι παρών μέχρι τη συζήτηση του θέματος του διορισμού, αλλά έλαβα την απόκριση: ”Όχι. Επ’ ουδενί!” Στο σημείο αυτό είπα ότι θα ήθελα να ηχογραφήσω τη συζήτηση, γιατί έμοιαζε με μια συνάντηση εργοδοσίας – εργαζόμενων, όπου εγώ βρισκόμουν στη δοσμένη αριθμητική σχέση του 14 προς 1. Με έκπληκτο και οργίλο ύφος μου απάντησαν ότι αυτό έμοιαζε να υποδηλώνει έλλειψη εμπιστοσύνης προς την αδελφότητα και ότι το αίτημά μου απορριπτόταν ασυζητητί. Τελικά είπα, ”τότε λοιπόν δεν μου αφήνετε άλλη επιλογή από το να βγω και να μιλήσω στα μέσα ενημέρωσης”. Αγνόησαν αυτό το σχόλιο ως άνευ σημασίας.

Εκείνο το απόγευμα συμμετείχα σε μια συγκέντρωση 1.500 περίπου απεργών, όπου ο συνδικαλιστικός τους εκπρόσωπος ανακοίνωσε την κλήση μου σε απολογία από την ιεραρχία της εκκλησίας. Οι απεργοί απάντησαν αμέσως: ”Να πάμε με λεωφορεία στο Ντες Μόινς και να διαδηλώσουμε έξω από την Επισκοπή, κι ενώ ο Τζιλ θα μιλάει με την ιεραρχία μέσα στο κτίριο εμείς θα τα λέμε στους δημοσιογράφους απ’ έξω”. Ένας χαφιές φαίνεται ότι ειδοποίησε αμέσως τον επίσκοπο, γιατί μόλις πήγα σπίτι μου χτύπησε το τηλέφωνο και ο τοποτηρητής της περιοχής μου είπε: ”Η συνάντηση αναβάλλεται επ’ αόριστο — δεν είχαμε σκοπό να δώσουμε δημοσιότητα στο θέμα”.

Αυτό που θέλουμε να υπογραμμίσουμε, περιγράφοντας την εχθρότητα που αντιμετωπίσαμε, είναι ότι το αποτέλεσμά της ήταν να ενισχυθεί η αλληλεγγύη μας και να ξεκαθαρίσουν οι απόψεις μας. Έδειξε σε όλους ότι διεξαγόταν ένας ταξικός πόλεμος τόσο μέσα στην εκκλησία όσο και μέσα στην κοινότητα όπου ζούσαν, κι αυτό έκανε την κατανόηση των αγώνων στον υπόλοιπο κόσμο ακόμα πιο βαθιά.

Δυο χρόνια αργότερα, αφού παρέμεινα στη θέση του πάστορα για να βοηθήσω τους ανθρώπους να ξαναστήσουν τη ζωή τους μετά την απεργία και τη διαγραφή του σωματείου τους από το επίσημο συνδικάτο, ζήτησα από μόνος μου μετάθεση. Είχα ζήσει στο Καμάντσε για 10 χρόνια, κι ένιωθα πως ήταν καιρός για μια αλλαγή, τόσο για μένα όσο και για την ενορία. Στη θέση μου, ο επίσκοπος διόρισε ένα νεαρό πάστορα με την οδηγία να “συμφιλιώσει” εκείνους που είχαν αποχωρήσει από την εκκλησία Σαιντ Μαρκ’ς με εκείνους που είχαν παραμείνει και είχαν συμμετάσχει στους αγώνες. Αυτή η επιχείρηση της ταξικής συνεργασίας, της ”ενότητας πάνω απ’ όλα”, προωθήθηκε από το νεαρό καρριερίστα πάστορα ενάντια στη θέληση και την αλληλέγγυα στάση των μελών της ενορίας που είχαν δουλέψει μαζί μου. Μέσα σε μερικούς μήνες οι άνθρωποι που είχαν κατακτήσει μια νέα κατανόηση του Χριστιανισμού μέσα από τους αγώνες και τη μελέτη των προηγούμενων χρόνων, αποφάσισαν να αποχωρήσουν από το Σαιντ Μαρκ’ς, και οργανώθηκαν σαν ομάδα της Μεθοδιστικής Ομοσπονδίας για την Κοινωνική Δράση. Εδώ και τρία χρόνια η ομάδα αυτή, κάπου 70-80 άτομα, συνεχίζει τις συναντήσεις και την πρακτική που είχαμε αρχίσει μαζί. Δεν έχουν πάστορα,αλλά εναλλάσσονται στην καθοδήγηση της ομάδας μελέτης κάθε Τετάρτη βράδυ και στην προετοιμασία του κηρύγματος της Κυριακής. Έχουν αντιμετωπίσει κάθε είδους επιθέσεις,αλλά είναι τώρα ελεύθεροι να χρησιμοποιήσουν το χρόνο τους και τα χρήματά τους για υποθέσεις και ενέργειες στις οποίες πιστεύουν και όχι για να συντηρούν κάποιο κτίριο ή να συνεισφέρουν στη λειτουργία των οργανωτικών δομών της ιεραρχίας. Έμαθαν πολύ καλά ότι “η εκκλησία” δεν ταυτίζεται μ’ ένα κτίριο, έναν ιερέα, ένα δόγμα, και έτσι είναι σήμερα σοφότεροι και ισχυρότεροι.

Και όλοι μας είδαμε πως το Ευαγγέλιο που είναι “καλα μαντάτα” για τους φτωχούς, είναι κατά κανόνα “κακά μαντάτα” για τους πλούσιους, πως η ζωή μας δεν ”δικαιώνεται δια της πίστεως” αλλά δια της πίστεως εν δράσει, πως ο Ιησούς και οι προφήτες έζησαν και πέθαναν για το Θεϊκό Βασίλειο της επίγειας δικαιοσύνης, για έναν κόσμο όπου θα υπάρχει ζωή εν αφθονία για όλους, και όπου “οι έσχατοι έσονται πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι”. Τέλος, μάθαμε ότι ο Χριστιανισμός και ο Μαρξισμός δεν είναι αντίθετοι ο ένας στον άλλον,ούτε απλώς οι δυο όψεις του ίδιου προοδευτικού κινήματος στην ιστορία, αλλά αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές των υποκειμένων που αγωνίζονται.

Όσο για μένα, τα ερωτήματα που με απασχολούσαν σχετικά με την εκκλησία πριν από 13 χρόνια, βρήκαν κάποιες απαντήσεις. Ναι, “μπορούσε να λειτουργήσει στο Καμάντσε”, πέρα από κάθε προσδοκία, δική μου ή οποιουδήποτε άλλου. Ναι, μπορούσε να διασπαστεί το μονοπώλιο των θρησκευτικών συμβόλων και μύθων, που κατείχε ο προτεσταντικός Συντηρητίσμός (φονταμενταλισμός) και η ”Ηθική Πλειοψηφία”. Ναι, η θεολογία της απελευθέρωσης μπορούσε να ριζώσει εκεί. Και η θεολογία αυτή ανοίγει μια νέα προοπτική με αντίκτυπο τόσο σημαντικό για την άνοδο του σοσιαλισμού, όσο σημαντικός ήταν και ο αντίκτυπος της θεολογίας της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης για την άνοδο του καπιταλισμού.

Φιντέλ Κάστρο: περί πίστης, τιμωρίας και επιβράβευσης

«Νομίζω ότι, όταν κάτι γίνεται με το φόβο της τιμωρίας ή με την επιδίωξη της επιβράβευσης, δεν είναι αμιγώς αλτρουιστικό ούτε ευγενές. Δεν αξίζει επαίνους ούτε θαυμασμό ούτε καμία άλλη εκτίμηση. Στην επαναστατική μου ζωή, και με βάση τις δικές μου επαναστατικές ιδέες, όσες φορές χρειάστηκε να εμπλέξω ανθρώπους σε καταστάσεις εξαιρετικά δύσκολες, όπου θα δοκιμάζονταν και θα έπρεπε να αντέξουν κάνοντας αυτοθυσίες και επιδεικνύοντας αλτρουισμό, το πιο αξιοθαύμαστο απ’ όλα ήταν ότι δεν παρακινήθηκαν από κανένα είδος επιβράβευσης ή τιμωρίας.

Η ίδια η εκκλησία πέρασε τις δικές της δοκιμασίες για πολλούς αιώνες. Υπέφερε μαρτύρια και τα αντιμετώπισε. Πιστεύω πως αυτό εξηγείται μόνο με τη βαθιά πίστη. Νομίζω πως η πίστη είναι που δημιουργεί τους μάρτυρες. Δεν νομίζω ότι κάποιος γίνεται μάρτυρας απλώς και μόνο επειδή προσβλέπει σε επιβράβευση ή φοβάται την τιμωρία. Δεν νομίζω ότι κάποιος συμπεριφέρεται ηρωικά για τέτοιους λόγους. Όλοι οι μάρτυρες της εκκλησίας παρακινήθηκαν από αισθήματα αφοσίωσης, γιατί πίστευαν πάρα πολύ σε κάτι. Η ιδέα της μετά θάνατον ζωής, όπου οι πράξεις τους θα άξιζε να επιβραβευτούν, ίσως βοήθησε λίγο, ωστόσο δεν πιστεύω ότι αποτέλεσε τον κύριο λόγο. Οι άνθρωποι που λειτουργούν από φόβο, συνήθως φοβούνται και τη φωτιά και τα μαρτύρια και τα βασανιστήρια. Δεν τολμούν να τα προκαλέσουν ανοιχτά. Απ’ άκρη σ’ άκρη της εκκλησιαστικής ιστορίας οι μάρτυρες θα πρέπει να παρακινήθηκαν από κάτι πιο εμπνευσμένο από το φόβο ή την τιμωρία.«

Απόσπασμα από τις συζητήσεις του Φιντέλ Κάστρο, με τον βραζιλιάνο καθολικό μοναχό και υποστηρικτή της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, Φράι Μπέττο. Οι συζητήσεις αυτές κυκλοφορούν σε βιβλίο με τον τίτλο «Fidel & Religion: Conversations with Frei Betto on Marxism & Liberation Theology». Αποσπάσματα από αυτές τις συζητήσεις περιέχονται σε ελληνική έκδοση αυτοβιογραφίας του Κάστρο, υπό τον τίτλο: «Φιντέλ Κάστρο: Εκείνα τα χρόνια. Μια Αυτοβιογραφία» (εκδόσεις Τόπος). Από αυτήν την έκδοση, είναι το απόσπασμα που παραθέσαμε.

Μαρξισμός και Χριστιανισμός

Το «Μαρξισμός. Για πάντα νέος»¹ του Νέστωρ Κόαν, είναι ένα αρκετά ευκολοδιάβαστο βιβλίο, που μέσα από σύντομα κείμενα και σκίτσα, κάνει μια γενική εισαγωγή στον μαρξισμό.

Ο συγγραφέας του βιβλίου, είναι ερευνητής και υφηγητής στο πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες (UBA) και στο ΛαΙκό Πανεπιστήμιο Μητέρες της Πλατείας του Μαπ (UPMPM). Έχει γράψει πολλά βιβλία σχετικά με τον μαρξισμό, που κυκλοφορούν σε Αργεντινή, Κούβα, Μεξικό, Βραζιλία, Ισπανία κ.α.. Έχει επίσης προλογίσει βιβλία των Αντόλφο Σάντσες Βάσκες, Αρμάντο Αρτ Ντάβαλος, Κάρλος Ταμπλάδα, Καρλ Μαρξ, Ρόζας Λούξεμπουργκ, Γκεόργκ Λούκατς, Αντόνιο Γκράμσι κ.ά.

Το συγκεκριμένο βιβλίο, αφιερώνει μερικά κείμενα στην σχέση του μαρξισμού με την θρησκευτική πίστη και τον χριστιανισμό, τα οποία θεωρήσαμε ότι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, έστω κι αν κάποιος δεν συμφωνεί σε όλα μαζί τους. Παρακάτω, σας παραθέτουμε μερικά σχετικά αποσπάσματα:

Θρησκεία = Όπιο του Λαού; (σελ. 20)

Στα νεανικά του χρόνια, ο Μαρξ αναλύει κριτικά τη θεολογία της εποχής του. Στη Γερμανία, οι επίσημες προτεσταντικές αρχές (κατά κύριο λόγο λουθηρανικές) στηρίζουν την άρχουσα τάξη, όπως ακριβώς γίνεται και στην Ολλανδία, την Ελβετία και την Αγγλία. Αν και πολιτιστικά αντίπαλος της Μεταρρύθμισης, ο Καθολικισμός επιτελεί ανάλογη λειτουργία στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία. Τα ίδια σχεδόν μ’ αυτά που συμβαίνουν σήμερα σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Γι’ αυτό ο Μαρξ κριτικάρει αυστηρά όσους επιδιώκουν να διδάξουν στους εργάτες την υποταγή, την υπομονή και την πραότητα. Αντιτίθεται σε όσους λένε στον λαό να στρέφει και «την άλλη παρεία» και διακηρύσσει, αντίθετα, την αξιοπρέπεια και την πάλη.

Ωστόσο η οπτική του Μαρξ στην Εισαγωγή του 1843 -επηρεασμένη από τον Φόιερμπαχ- είναι πολύ πιο σύνθετη από τον απλοϊκό φιλελεύθερο αντικληρικαλισμό. Τόσο οι δογματικές, μηχανιστικές και χυδαίες όψεις του μαρξισμού, όσο και η συντηρητική θρησκευτική σκέψη, έχουν χρησιμοποιήσει κατά καιρούς, αποσπασματικά και παραμορφωτικά, την έκφραση «Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού» για να εξυπηρετήσουν πολλούς και διάφορους σκοπούς, από το να μετατρέψουν τον Μαρξ σ’ έναν χυδαίο «παπαδοφάγο» ή φιλελεύθερο πεφωτισμένο αστό, όπως εκείνοι της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Όλοι ξεχνάνε ότι η σκοπιά του είναι ουμανιστική. Υπό την ίδια οπτική, ο Ένγκελς δημοσιεύει στα Γαλλογερμανικά Χρονικά, μια κριτική του βιβλίου Παρελθόν και παρόν (1843) του Τόμας Καρλάιλ (1795-1881). Εκεί γράφει: «Το πρόβλημα ήταν πάντα η φύση του Θεού. Και η γερμανική φιλοσοφία έλυσε το πρόβλημα δηλώνοντας ότι ο Θεός είναι ο άνθρωπος.»

Θεολογία και Επανάσταση; (σελ. 21)

Αν κάποιος πιστεύει στον Θεό… μπορεί να δηλώνει μαρξιστής; Αυτό το παμπάλαιο και υπερώριμο θέμα έχει οριστικά απαντηθεί. Ο μαρξισμός είναι φιλοσοφία της πράξης και μια αντίληψη για τον κόσμο, που τοποθετεί στο κέντρο της το πολιτικό πρόβλημα της επανάστασης και του μετασχηματισμού της κοινωνίας, όχι το μεταφυσικό πρόβλημα του αν υπάρχει Θεός ή όχι. Επαναστάτης είναι αυτός που παλεύει καθημερινά για επανάσταση, είτε πιστεύει είτε δεν πιστεύει στο Θεό. Μακριά από οποιαδήποτε μεταφυσική, ο μαρξισμός βοηθάει τον άνθρωπο να βρει το νόημα της ζωής σ’ αυτή τη συλλογική μάχη κατά της εκμετάλλευσης και της μονόπλευρης κυριαρχίας.

Κατά τον 20ό και τον 21ο αιώνα, σημαντικοί τομείς της θρησκείας, χωρίς να αποκηρύσσουν την πίστη τους, απορρίπτουν τις αξίες της υποταγής και της παθητικότητας. Έχοντας έρθει σε επαφή με τις λαϊκές εξεγέρσεις και τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις, αυτοί οι κύκλοι των πιστών -εμπνευσμένοι από τη θεολογία της απελευθέρωσης- παίρνουν στα σοβαρά το προφητικό μήνυμα ότι «είμαστε ίσοι μπροστά στον Θεό». Αντί να κηρύσσουν την πραότητα, κηρύσσουν την επανάσταση κατά του ψευτοθεού του χρήματος, κατά των ψευδοπροφητών της αγοράς, όσων προσκυνούν το χρυσό μοσχάρι, όσων σκύβουν ευλαβικά το κεφάλι μπροστά στους πίνακες του χρηματιστηρίου και στις θεότητες των πιστωτικών καρτών, όσων απαιτούν εργατικές θυσίες μπροστά στον αδηφάγο και απάνθρωπο βωμό του κεφαλαίου.

Ο Ένγκελς, ο Μύνστερ και ο Επαναστατικός Χριστιανισμός (σελ. 67)

Το καλοκαίρι του 1850, ο Φρίντριχ Ένγκελς γράφει στο Λονδίνο τον Πόλεμο των χωρικών στη Γερμανία². Όπως ο ίδιος σημειώνει σχετικά το 1870, γράφει «υπό την άμεση εντύπωση της αντεπανάστασης» και της ήττας του 1848. Εκεί αναλύει τους πολέμους που εξελίχθηκαν ανάμεσα στο 1524 και το 1526, όπου οι αγρότες και οι πληβείοι εξεγείρονται κατά των κυρίων τους. Ο Ένγκελς ξεχωρίζει ιδιαίτερα τον ρόλο του Τόμας Μύνστερ, αιρετικού ηγέτη, ο οποίος ευαγγελίζεται έναν επαναστατικό κομμουνισμό ανάμικτο με τον χριστιανισμό.

Ο Ένγκελς διαφοροποιεί τον αστικό χριστιανισμό -στον οποίο εντάσσει και τον Μαρτίνο Λούθηρο (1483-1546)- από τον επαναστατικό χριστιανισμό, επικεφαλής του οποίου είναι ο Μύνστερ. Εντοπίζει τα παράλληλα στοιχεία ανάμεσα στους επαναστάτες χριστιανούς και στους κομμουνιστές. Αυτή η ίδια σύγκριση εμφανίζεται σε πολλά γραπτά του Ένγκελς, όπως στον πρόλογο του για το βιβλίο Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, του 1895. Ανάμεσα στους άλλους μαρξιστές στοχαστές, το ίδιο κάνει και η Ρόζα Λούξεμπουργκ (1871-1919), εβραιοπωλωνή ηγέτιδα των Σπαρτακιστών, η οποία ιδρύει το Γερμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Η Ρόζα αναφέρει αυτή τη σύγκριση στο άρθρο της «Ο σοσιαλισμός και οι εκκλησίες» (1905).

Μαρξισμός και Θεολογία της Απελευθέρωσης (σελ. 68)

Συνήθως αποδίδεται στον μαρξισμό η απόλυτη αντίθεση προς οποιαδήποτε θρησκευτική επιλογή. Σ’ αυτό συμβάλλουν ο συντηρητισμός του Βατικανού και άλλων εκκλησιών. Ωστόσο, από την κουβανική επανάσταση του 1959 -με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο και τον Τσε Γκεβάρα- μέχρι σήμερα, στη Λατινική Αμερική διαμορφώνεται ένα σημαντικό ρεύμα χριστιανών επαναστατών και σοσιαλιστών, εμβληματική μορφή του οποίου αποτελεί ο κολομβιανός ιερέας Καμίλο Τόρες Ρεστρέπο (1919-1966). Ιερέας και κοινωνιολόγος, ο Καμίλο πεθαίνει μαχόμενος ως αντάρτης του εθνικοαπελευθερωτικού στρατού (ELN), με προσανατολισμό μαρξιστικό και τσεγκεβαρικό.

Ο Γκουστάβο Γκουτιέρες (1928), περουβιανός Ιησουίτης, δημοσιεύει το 1974 ένα βασικό βιβλίο: Θεολογία της απελευθέρωσης. Προοπτικές³. Το 1969 είχε ήδη εκδώσει δικά του κείμενα με τον Ρούμπεμ Άλβες. Άλλοι θεωρητικοί αυτού του ρεύματος, το οποίο συγχωνεύει τον μαρξισμό και τον χριστιανισμό, είναι ο Χούγκο Άσμαν, ο Λεονάρντο υ Γκλοντόβις Μποφ, ο Φρέι Μπέτο, ο Γιον Σομπρίνο, ο Ενρίκε Ντουσέλ, ο Φραντς Γ. Χινκελάμερτ, ο Πάμπλο Ρίτσαρντ, κ.α.

1. Νέστωρ Κόαν, Μαρξισμός. Για πάντα νέος, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2011. Δείτε εδώ.
2. Κυκλοφορεί στα ελληνικά από την Σύγχρονη Εποχή. Δείτε εδώ.
3. Κυκλοφορεί στα ελληνικά από τον Άρτο Ζωής. Δείτε εδώ.

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι: «Αυτούς φοβόμαστε περισσότερο…»

«Επιτρέψτε μου να σας διηγηθώ ένα μικρό περιστατικό, καλοί μου κύριοι, άρχισε να λέει ξαφνικά ο Μιούσοβ μ’ ένα επιβλητικό κι εξαιρετικά αξιοπρεπές ύφος.

Στο Παρίσι, εδώ και κάμποσα χρόνια, λίγον καιρό μετά το πραξικόπημα του Δεκέμβρη*, μου ‘τυχε μια φορά, σε μιαν επίσκεψη μου σένα πολύ-πολύ σημαντικό πρόσωπο που βρισκόταν στα πράγματα, να συναντήσω έναν περιεργότατο κύριο.

Αυτό το άτομο δεν ήταν ακριβώς αστυνομικό λαγωνικό μα κάτι σαν διευθυντής μιας ολόκληρης ομάδας λαγωνικών της πολιτικής αστυνομίας, που είναι στο είδος του ένα αρκετά σπουδαίο αξίωμα. Βρίσκοντας λοιπόν την ευκαιρία έπιασα απ’ τη μεγάλη μου περιέργεια κουβέντα μαζί του. Κι επειδή αυτός δεν είχε έρθει σαν γνώριμος μα σαν υφιστάμενος για να κάνει κάποιαν αναφορά, μού ‘κάνε την τιμή, βλέποντας πως ήμουνα δεχτός στου προϊσταμένου του, να μου μιλήσει με κάποιαν ειλικρίνεια, εννοείται βέβαια ώς ένα ορισμένο σημείο, δηλαδή, για να το πω καλύτερα, ήταν μάλλον ευγενικός παρά ειλικρινής, όπως ακριβώς, ξέρουν νά’ ναι ευγενικοί οι Γάλλοι, πολύ περισσότερο μάλιστα γιατί έβλεπε στο πρόσωπο μου έναν ξένο.

Όμως εγώ τον κατάλαβα καλά. Μιλούσαμε για τους σοσιαλεπαναστάτες. Σημειώστε πως τότε τους καταδιώκανε αυτούς.

Παραλείποντας το κύριο συμπέρασμα της κουβέντας μας θα σας πω μονάχα μια περιεργότατη παρατήρηση που έκανε κάπως, ξαφνικά αυτός ο ανθρωπάκος, σαν να του ξέφυγε.

Εμείς, είπε αυτός, ουσιαστικά δε φοβόμαστε και τόσο πολύ όλους αυτούς τους σοσιαλιστές-αναρχικούς, τους άθεους και τους επαναστάτες. Τους παρακολουθούμε και ξέρουμε το κάθετι γιαυτούς.

Όμως ανάμεσα σ’ αυτούς υπάρχουν και μερικοί, όχι πολλοί, εξαιρετικά ιδιόρρυθμοι άνθρωποι. Αυτοί πιστεύουν σε Θεό, είναι χριστιανοί και ταυτόχρονα είναι και σοσιαλιστές. Αυτούς φοβόμαστε περισσότερο, αυτοί είναι τρομεροί! Ο σοσιαλιστής-χριστιανός είναι φοβερότερος απ το σοσιαλιστή-άθεο.

Και τότε ακόμα απόρησα μ’ αυτά τα λόγια, μα τώρα, κύριοι μου, τα ξαναθυμήθηκα.»

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, «Αδελφοί Καραμάζοφ»

*. Αναφέρεται στην λαϊκή εξέγερση του 1848.

Άρης Βελουχιώτης: «Η συμβολή του κλήρου, που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη.»

aris-lamia«Μα ας πούμε, ότι το ΚΚΕ, θα εφαρμόσει τον κομμουνισμό. Λένε ότι ο κομμουνισμός χαλνά τις εκκλησιές και γδέρνει τους παπάδες. Τόσο χαζοί είναι λοιπόν οι κομμουνιστές να χαλάσουν τις εκκλησιές, που δεν τους εμποδίζουν σε τίποτα;

Οι εκκλησιές μας φταίνε ή τα καράβια του Εμπειρίκου; Γιατί λοιπόν να κάψουμε τις εκκλησιές;

Θα γδάρουμε τους παπάδες; Μα γιατί; Εμείς βλέπουμε, ότι χιλιάδες παπάδες βρίσκονται τώρα στην πρωτοπορία του κινήματος μας και η συμβολή του κλήρου, που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη.

Μήπως συμβαίνει το αντίθετο; Γιατί αυτοί που εμφανίζονται σαν προστάτες της εκκλησίας, γκρεμίσανε μαζί με τους Γερμανούς και γδέρνουνε παπάδες.

Ο κομμουνισμός, λένε, θα καταργήσει την θρησκεία. Μα η θρησκεία είναι ζήτημα συνείδησης. Πώς θα καταργηθεί λοιπόν; Η κατάργηση της θρησκευτικής συνείδησης είναι πράμα αδύνατο, έστω κι αν ακόμα οι κομμουνιστές θέλανε να την καταργήσουν. Η θρησκευτική συνείδηση δεν καταργείται με απλές διαταγές. Αν συνέβαινε ένα τέτοιο πράμα, αυτό θα έμοιαζε με την διαταγή πού έβγαλε κάποτε ένας αστυνόμος στην Ανάφη, με την οποία απαγόρευε την πάλη των τάξεων!

Το τι θα γίνει στο πολύ μακρινό μέλλον, το πώς θα σκέπτονται οι άνθρωποι τότε, είναι άλλο πρόβλημα. Και κανένας πολιτικός δε μπορεί να βγάλει νόμο για το τι θα πρέπει να γίνει ύστερα από 200 η 500 χρόνια. Ούτε λοιπόν κι εμείς θα βγάλουμε τέτοιο νόμο. Μας ενδιαφέρει το πώς θα προκόψει ο λαός μας σήμερα κι όχι το τι φιλοσοφικές πεποιθήσεις θα έχει ύστερα από 500 χρόνια.

Συνεπώς καταλαβαίνετε τώρα, ότι αυτοί που διαδίδουν αυτές τις συκοφαντίες επιδιώκουν άλλους σκοπούς, προσπαθώντας με το μέσο αυτό της συκοφαντίας να εξαπατήσουν το λαό και να διαιωνίσουν την κυριαρχία τους πάνω του. Αν μάλιστα εξετάσουμε βαθύτερα το πράμα αυτό, θα δούμε ότι αυτοί είναι άθρησκοι, γιατί σε αυτούς δεν υπάρχει ούτε ίχνος θρησκευτικής συνείδησης κι ο μόνος που λατρεύουν είναι ο Θεός Μαμμωνάς, ο Θεός του χρήματος…«

Άρης Βελουχιώτης, απόσπασμα από τον λόγο στη Λαμία (Οκτώβρης 1944)

Δείτε ακόμα: Ο αγώνας του λαϊκού κλήρου, στις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Το διαφορετικό κήρυγμα αντίστασης του ιερέα π. Αντρέα Γκάλλο

Στις 8 Δεκεμβρίου στον άγιο Βενέδικτο της Γένοβας, μετά την λειτουργία, ο ηλικιωμένος ιερέας του ναού, ο ντον Γκάλλο, τιμώντας τη μνήμη του προ ολίγων ημερών αποβιώσαντος βετεράνου παρτιζάνου Ντομένικο Κατάλντι, έπιασε το μικρόφωνο και άρχισε να τραγουδάει το πασίγνωστο αντιφασιστικό τραγούδι Bella Ciao, ανεμίζοντας μάλιστα ένα κόκκινο μαντήλι που είχε από πριν κρυμμένο στα …ράσα του, και προκαλώντας …τον ενθουσιασμό στο ποίμνιό του! Τη σκηνή αυτή βλέπουμε στο βιντεάκι που ακολουθεί στο τέλος του άρθρου..

Bella Ciao dopo la Santa Messa

O εφημέριος Don Antrea Gallo μέσα από ένα άλλο κήρυγμα αντίστασης εύχεται καλές γιορτές στους συντρόφους του

Ένα άλλο κήρυγμα για την αντίσταση στην αδικία έψαλε μετά το τέλος της καθολικής λειτουργίας ο υπερήλικας ιερέας της Γένοβας. Ακούστε το. Θα το αναγνωρίσετε αμέσως κι ας μη ξέρετε ιταλικά. Δεν θα αποφύγουμε τον πειρασμό να αναλογιστούμε τι θα μπορούσε να συμβεί στη χώρα μας αν γινόταν κάτι αντίστοιχο μετά την ορθόδοξη λειτουργία.

Πρόκειται για τον Don Andrea Gallo που γεννήθηκε το 1928 στη Γένοβα κι έκανε ιεραποστολή στη Βραζιλία τη δεκαετία του 1950. Όταν τον έδιωξε από κει η τότε χούντα, επέστρεψε στη Γένοβα κι έγινε εφημέριος στην ενορία του San Benedetto in Porto.

Με την καθημερινή του δράση έκανε την ενορία του «σημείο αναφοράς για αγωνιστές της Νέας Αριστεράς, χριστιανούς ή όχι» από το 1970.

Η μητρόπολη τον μετακίνησε στο νησάκι της Capraia. Το 1975 γεννήθηκε η Κοινότητα του San Benedetto in Porto, «ένα νησί αλληλεγγύης στην καρδιά μιας πόλης με χίλια προβλήματα, που φροντίζει εξαρτημένους από ναρκωτικά, αλλά γενικότερα άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες: πρώην πόρνες, πρώην κλέφτες, άνδρες και γυναίκες στη μετάβαση από το ένα φύλο στο άλλο» (από το βιβλίο του Don Andrea Gallo «Αγγελικά Αναρχικός»).

«Αυτό που μετράει είναι να κάνουμε τα πάντα για να πάρει το λόγο ο φτωχός κόσμος, αυτός που δεν μετράει και γι’ αυτό τον κακομεταχειρίζονται» λέει ο «παπάς του πεζοδρομίου», όπως αυτοχαρακτηρίζεται.

Το παραπάνω κείμενο είναι αναδημοσίευση από τα ιστολόγια Fadomduck2 και Είμαι στα Χάη μου.

Δείτε επίσης, ένα παλαιότερο άρθρο των «Υπερβολών», που έκανε αναφορά και στον π. Αντρέα Γκάλλο.

Ο 84χρονος σφακιανός παπάς που δηλώνει κομμουνιστής

«Μα πόσο ηλίθιοι είναι αυτοί που μας κυβερνούν; Έχουν πάει κατά διαβόλου αυτή τη χώρα. Το ξέρω, είναι βαρύ αυτό που λέω, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Καταντήσαμε να εισάγουμε τα πιο πολλά προϊόντα απ’ έξω. Ακόμα και στο Λουτρό Σφακίων, ένα τόσο δα χωριουδάκι, που δεν έχει δρόμο και πας εκεί παρά μόνο από τη θάλασσα, πουλάνε μέλι από την Αργεντινή, τη στιγμή που το δικό τους μέλι μένει απούλητο».

Η ιδιοκτησία είναι αδίκημα

Ο παπα-Γιώργης Χιωτάκης, από τα Νομικιανά Σφακίων, δεν βρίσκει λογική στο καπιταλιστικό σύστημα, που επιβάλει τους βάρβαρους νόμους της αγοράς ακόμα και στα απομονωμένα χωριά του Λιβυκού Πελάγους. Γι αυτό δηλώνει κομμουνιστής και απεχθάνεται την ιδιοκτησία όπως ο διάβολος το λιβάνι. «Η ιδιοκτησία και η κλοπή είναι ένα και το αυτό αδίκημα. Μπορεί να είσαι κηδεμόνας της γης, όχι όμως ιδιοκτήτης της. Η Ελλάδα είναι πολιτικά και οικονομικά διεφθαρμένη από τα διεθνή κεφάλαια και συμφέροντα. Τρέμω αυτούς που φορούν γραβάτα και τους σιχαίνομαι. Τα λαχεία και το χρηματιστήριο αυτοί τα κάνανε. Αυτοί που δουλώνουν σήμερα την κοινωνία έχουν ούλοι τρία διπλώματα πανεπιστημίου. Να πάνε τα διπλώματα όπου έχει αποχωρητήριο και να τα πετάξουν». Πιο πολύ κι από τους γιάπηδες με τις γραβάτες, ο παπα-Γιώργης τρέμει τους πολιτικούς, που διαφθείρουν τον λαό με τα ρουσφέτια. «Θεωρούν ότι ο λαός είναι μια κουτή μάζα που την πάει το ρέμα όπου θέλει. Εγώ που ψήφισα τον κάθε βουλευτή για να πάει στη βουλή, είναι δυνατόν να πάω σ’ αυτόν σαν διακονιάρης να του ζητήσω το ένα και το άλλο; Όποιος παραβαίνει τη συνείδησή του και ψηφίζει επειδή του έχουν κάνει ρουσφέτι είναι κακής ώρας γέννημα. Όταν ψηφίζω για να μου κάνουν ρουσφέτια είναι σαν να υπογράφω ότι είμαι δειλός και έξω πάσης παιδείας».

Η εκκλησία έχει και στραβούς

Ο παπα-Γιώργης θεωρεί ότι και η εκκλησία φέρει ευθύνη για την κακή κατάσταση που έχει βρεθεί η χώρα. «Η Ορθοδοξία δεν έχει τίποτα στραβό, μόνο στραβούς έχει. Η επίσημη εκκλησία και το επίσημο κράτος είναι δυο κατεργάρηδες, που η δουλειά τους είναι να τσακώνονται. Δυο ηλίθιοι που θα έπρεπε να συνεργαστούν για να σώσουν τη χώρα. Τους παρομοιάζω με τους θεολόγους και τους γεωπόνους, που στο μοναδικό πράγμα που μοιάζουν είναι ότι οι πρώτοι δεν έχουν ιδέα από Θεό και οι δεύτεροι από γης. Ας έρθουν οι δεσποτάδες να μου το ανατρέψουν αυτό. Είναι μόνο χριστιανικό αυτό που λέω και δεν το παίρνω πίσω, ακόμα κι αν με σκοτώσουν». Η Κρήτη, και ιδιαίτερα η περιοχή των Σφακίων, είναι ένας ιδιόμορφος τόπος, όπου οι άνθρωποι δυσπιστούν προς κάθε είδους επίσημη αρχή. Κρατάνε σε απόσταση το επίσημο κράτος και δεν εκμαιεύουν την εύνοιά του, όπως γίνεται σε άλλα μέρη της χώρας. Εκεί ισχύουν και άγραφοι νόμοι προστασίας της αξιοπρέπειας, οι οποίοι δεν συμφωνούν πάντα με τη νομιμοσύνη του επίσημου Κράτους. Γι αυτή την αξιοπρέπεια οι Σφακιανοί πολεμούν συχνά μέχρις εσχάτων, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες. Ένας τέτοιος μαχητής της αξιοπρέπειας είναι και ο παπα-Γιώργης, ο οποίος αυτοχαρακτηρίζεται ως ο τελευταίος των Μοϊκανών. «Είμαι ένας Ταλιμπάνης της εκκλησίας, που τον θάνατο δεν τον έχω για τίποτις. Όποιος φοβάται τον θάνατο δεν μπορεί να κάνει καλή πράξη, όποιος προδικάζει τη νίκη για να πολεμήσει είναι ηλίθιος. Άπαξ και πολεμώ είμαι νικητής». Η διαφορά του ξεχωριστού και σπάνιου ιερέα με τους συντοπίτες του, είναι ότι αυτός είναι λιγότερο παρορμητικός και περισσότερο προνοητικός, γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τους γνήσιους χριστιανούς. «Να προνοείς και όχι να μετανοείς. Όταν βγαίνεις για ψάρεμα και βλέπεις ένα καράβι να αγκυροβολεί, να σκεφτείς ότι μπορεί να πήρε σήμα ότι χαλάει ο καιρός. Είναι κακό σημάδι ότι αγκυροβόλησε. Ελάχιστοι προνοούν, δυστυχώς αυτή είναι η εικόνα του ανθρώπου στον πλανήτη».

Αντίθετος στην οπλοχρησία

Ο παπα-Γιώργης τα βάζει άγρια με την οπλοχρησία στην Κρήτη, που έχει γίνει αιτία να σκοτωθούν άδικα πολλοί άνθρωποι. «Στα τελευταία 70 χρόνια έχουν γίνει 30 φόνοι στο χωριό μου από όπλα. Τα είπα αυτά σε ένα περιοδικό, αλλά απέφυγαν να γράψουν το όνομά μου για να μην μου κάνει κάποιος κακό. Δεν φοβάμαι, όμως, να μιλήσω. Το να οπλοφορείς επιδεικτικά δεν είναι σωστό πράγμα, αλλά τολμώ να πω ότι είναι και δειλία. Το να ασκείσαι, όμως, στην τέχνη των αρμάτων είναι εθνικό καθήκον. Αυτό είναι άλλο πράγμα». Μόλις τέλειωσε τη φράση του έφυγε για λίγο και γύρισε κρατώντας ένα παλιό εγγλέζικο και παροπλισμένο τουφέκι με κομμένη την κάνη. Το κρατούσε καμαρωτά, σαν ένδειξη παλικαριάς και άρνησης συμβιβασμού με κάθε μορφής κατεστημένο. Μερικοί Σφακιανοί τον παρομοιάζουν με τον Παπαφλέσσα, αλλά αυτός αρνείται κατηγορηματικά ότι μπορεί να μοιάσει έστω και στο μικρό δαχτυλάκι αυτού του μεγάλου επαναστάτη. Υπερηφανεύεται που είναι μακρινός συγγενής του Δασκαλογιάννη από το σόι της γιαγιά του. Δεν διαφέρει καθόλου από τους πρόγονούς του, οι οποίοι κρατώντας ξεχαρβαλωμένα όπλα και σκουριασμένα αγροτικά εργαλεία, εξόντωσαν τους επίλεκτους αλεξιπτωτιστές του Χίτλερ, στη μάχη της Κρήτης το 1941. Το χωριό του, μάλιστα, ήταν κέντρο αντίστασης κατά των Γερμανών και ο ίδιος ήταν μέλος της ΕΠΟΝ.

Ασκητική μορφή

Όταν ήταν έφηβος ο παπα-Γιώργης πήγε σε μια σχολή στη Λάρισα να σπουδάσει τεχνίτης, αλλά δεν τον πήρανε γιατί ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής. Όταν πήγε φαντάρος του στήνανε παγίδες για να εκδηλώσει ανοιχτά τα αριστερά του φρονήματα και να τον εξορίσουν στη Μακρόνησο. «Θέλησαν να με στείλουν και στην Κορέα για να πολεμήσω. Τους ρώτησα γιατί να πάω στην άκρη του κόσμου να πολεμήσω; Επειδή τα σύνορα της Ελλάδας φτάνουν μακριά, μου απάντησαν. Μπούρδες δηλαδή». Ο παπα-Γιώργης βγήκε στη σύνταξη 79 χρονών και σήμερα είναι 84 χρονών. Απέκτησε 12 κοπέλια, από τα οποία τα 11 βρίσκονται στη ζωή και το ένα έγινε άγγελος. Είναι ένας ακέραιος και καθαρός σαν γάργαρο νερό ιθαγενής της Κρήτης. Ένα σπάνιο είδος αγνού ιερωμένου, μια ασκητική μορφή, ένας αετός των Λευκών Ορέων. Μόλις φεύγαμε από το σπίτι του μας είπε να σκύψουμε, σκέπασε με το πετραχήλι τα κεφάλια μας και μας έψαλε μερικές ευχές. Ήταν σούρουπο, φυσούσε καυτός λίβας και στο βάθος φαινόταν η πανσέληνος στο Λυβικό Πέλαγος. Γιατί φύγαμε και δεν καθίσαμε για πάντα εκεί;

Από το travelpath.gr, όπως το βρήκαμε στο red-corinth.blogspot.gr.