Αρχεία Ιστολογίου

Ο Φιντέλ Κάστρο για τους πρώτους χριστιανούς και τους σύγχρονους κομμουνιστές

«Πιστεύω ότι θα μπορούσε να γίνει μια σύγκριση ανάμεσα στις διώξεις που υπέστησαν οι θρησκευτικές ιδέες, που επιπλέον, στο βάθος, ήταν πολιτικές ιδέες των δούλων και των καταπιεσμένων στη Ρώμη, και ανάμεσα στο συστηματικό και άγριο τρόπο που διώχτηκαν στη σύγχρονη εποχή οι φορείς των πολιτικών ιδεών των εργατών και των αγροτών, που προσωποποιούν οι κομμουνιστές. Αν υπήρξε μια λέξη που οι αντιδραστικοί μίσησαν περισσότερο από τη λέξη κομμουνιστής, ήταν σε άλλη εποχή ο χριστιανός.

Έβλεπα πάντα μεγάλη ομοιότητα ανάμεσα στις διώξεις των σύγχρονων επαναστατών και εκείνες των πρώτων χριστιανών, δεν έβρισκα καμία διαφορά ανάμεσα στη συμπεριφορά των καταπιεστών σ’ εκείνη τη φάση της ιστορίας και τη σημερινή, είναι μόνο διαφορετικές στιγμές ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Το ένα έγινε στη δουλοκτητική κοινωνία και το άλλο στην καπιταλιστική. Δεν μπορούσα πραγματικά να βρω καμία αντίθεση ανάμεσα στα κηρύγματα που απλώθηκαν τόσο δυναμικά εκείνη την εποχή, και τα κηρύγματά μας σήμερα. Έτσι, αισθάνομαι μεγάλη συμπάθεια για τις ιδέες αυτές, για τα κηρύγματα εκείνα, θαυμασμό για τη στάση, για την ιστορία των χριστιανών εκείνων, και βρίσκω ομοιότητα με τη στάση των κομμουνιστών σήμερα. Την έβλεπα, τη βλέπω και θα συνεχίσω να τη βλέπω.»

Φιντέλ Κάστρο, “Ο Φιδέλ και η Θρησκεία: συνομιλίες με τον Φράι Μπέττο”, εκδόσεις Γνώσεις, 1987, σελ. 352-353.

Ένα τραγούδι για τον Όσκαρ Ρομέρο

“Η Εκκλησία δεν μπορεί να απουσιάζει από την πάλη για την απελευθέρωση. Αλλά η παρουσία της σε αυτή την πάλη για την ανόρθωση του ανθρώπου, και την απόδοση της αξιοπρέπειάς του πρέπει να μεταδίδει ένα μήνυμα και να είναι αληθινά αυθεντική παρουσία, παρουσία που θα έχει μέσα της το σπόρο της νίκης και θα οδηγεί στην επιτυχία.”

Ο Όσκαρ Ρομέρο ήταν Αρχιεπίσκοπος του Ελ Σαλβαδόρ από το 1977. Ως υποστηρικτής της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, ήταν ταγμένος στο πλευρό των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Δολοφονήθηκε στις 24 Μαρτίου 1980 την ώρα της Θείας Λειτουργίας από τα ακροδεξιά τάγματα θανάτου.

Παραθέτουμε ένα όμορφο τραγούδι για τον Όσκαρ Ρομέρο, που βρήκαμε στο ιστολόγιο Η Θεολογία Μεσοπέλαγα:

Οι Ευαγγελικοί του ΕΑΜ

Το πάρκο του Συνοικισμού Ευαγγελικών Κατερίνης, πριν το πόλεμο.

Η μαζική συμμετοχή του Ορθόδοξου λαϊκού κλήρου στην εθνική αντίσταση στο πλευρό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, είναι λίγο πολύ γνωστή. Σύμφωνα με το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ: «στο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα συμμετείχε και αγωνίστηκε και ο ελληνικός ορθόδοξος κλήρος. Ιδιαίτερα η συμμετοχή του κατώτερου κλήρου υπήρξε σχεδόν καθολική.»¹ Από την άλλη, μια σχετικά άγνωστη σελίδα στην ιστορία της αντίστασης, είναι οι περιπτώσεις των Ευαγγελικών² (Διαμαρτυρόμενων) χριστιανών, που συμμετείχαν στο ΕΑΜ.

Παραθέτουμε ένα σχετικό απόσπασμα από άρθρο για τα 90 χρόνια παρουσίας της προσφυγικής³ Ευαγγελικής Κοινότητας Κατερίνης, του φιλόλογου Πάρι Παπαγεωργίου, όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αστήρ της Ανατολής» (τεύχος Ιανουαρίου 2014). Οι υπογραμμίσεις και οι υποσημειώσεις είναι δικές μας:

Οι πρόσφυγες του Συνοικισμού μόλις είχαν αρχίσει να συνέρχονται από την εμπειρία της μικρασιατικής καταστροφής, όταν τον Οκτώβριο του 1940 ξέσπασε ο ελληνοϊταλικός πόλεμος. Κατά τα χρόνια της γερμανικής κατοχής που επακολούθησαν, δοκιμάστηκαν για μια φορά ακόμη με φτώχεια, πείνα, τρόμο και ανασφάλεια και οι δοκιμασίες αυτές υπήρξαν για πολλούς μοιραίες και ανυπέρβλητες. Στο συνοικισμό σύμφωνα με μαρτυρία παλαιοτέρων δεν υπήρχαν γερμανόφιλοι. Αντιθέτως, καθώς ο Συνοικισμός βρισκόταν στο δυτικό άκρο της πόλης που οδηγούσε προς τα Πιέρια, εδώ κρύβονταν Άγγλοι και μέσω του Συνοικισμού γινόταν η επικοινωνία με τους αντάρτες, γεγονός για το οποίο είχε προγραφεί ο Συνοικισμός από τους Γερμανούς για να καταστραφεί.

Κάποιοι κάτοικοι του Συνοικισμού επέδειξαν αντιστασιακή δράση είτε εντασσόμενοι στο ΕΑΜ, όπως ο Σάββας Κανταρτζής, ο οποίος υπήρξε δραστήριο μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Αγροτικού Κόμματος της Ελλάδος4, που κατευθύνονταν από το ΕΑΜ και υπεύθυνος «Τύπου και Διαφώτισης» Μακεδονίας-Θράκης, ή στελεχώνοντας τις τάξεις του ΕΛΑΣ. Ο όγδοος τόμος των Απομνημονευμάτων του Κανταρτζή είναι αφιερωμένος στην εξιστόρηση της δύσκολης αυτής περιόδου. Ανάμεσα στα διάφορα τραγικά συμβάντα της κατοχής, που αφορούν συγκεκριμένα ανθρώπους του Συνοικισμού Ευαγγελικών, αναφέρουμε τη σύλληψη και εκτέλεση του πρώην δημάρχου Αιμιλίου Ξανθόπουλου από τους Γερμανούς κατακτητές στις 23 Φεβρουαρίου του 1943 μαζί με άλλους τριάντα επτά πολίτες στον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Κατερίνης ως αντίποινα για την ανατίναξη από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ του μεταλλείου χρωμίου του Άη-Δημήτρη.

Οι Γερμανοί βλέποντας τη δράση του ΕΛΑΣ να επεκτείνεται σχεδίαζαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στον Όλυμπο και τα Πιέρια, ενώ σκόπευαν να εξαρθρώσουν την οργάνωση του ΕΑΜ μέσα στην Κατερίνη, που την θεωρούσαν κέντρο για στρατολόγηση ανταρτών. Στο πλαίσιο αυτό ο Κανταρτζής αναφέρει και το περιστατικό της σύλληψής του στις αρχές του Μαΐου του 1943 μαζί με 104 άλλους υπόπτους ή συγγενείς υπόπτων από την Κατερίνη, που οδηγήθηκαν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη. Ανάμεσα στους συλληφθέντες αναφέρονται πάρα πολλοί που προέρχονταν από τον Συνοικισμό Ευαγγελικών, και μάλιστα ο ίδιος ο ποιμένας αιδ. Σταύρος Λαζαρίδης και ο προεστώς Χαράλαμπος Σιδηρόπουλος. Ενώ αρχικά είχε αποφασισθεί οι κρατούμενοι από την Κατερίνη να εκτελεσθούν σε αντίποινα για εκτελέσεις Γερμανών στρατιωτικών, τελικά μετά από ανακρίσεις αφέθηκαν ελεύθεροι στις αρχές Ιουλίου του ίδιου έτους. […] Τον επόμενο Νοέμβριο σε ακόμη μια εκτέλεση είκοσι δύο πολιτών στο αεροδρόμιο της Ανδρομάχης έξω από την Κατερίνη, μόνο από τον Συνοικισμό Ευαγγελικών συμπεριλήφθηκαν τέσσερις: ο Πολύδωρας Σιδηρόπουλος, ο Νίκος Θεοδωρίδης, ο Θεόδωρος Καμπουρίδης και ο Χαράλαμπος Παντ. Σιδηρόπουλος.

[…] Υπήρξαν όμως και μέλη της Ευαγγελικής Κοινότητας που (σ.σ. μεταπολεμικά) εξορίστηκαν εξαιτίας της συνεργασίας τους επί κατοχής με το ΕΑΜ και άλλοι που εκτελέστηκαν ή φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν ως πολιτικοί κρατούμενοι για πολλά χρόνια εξαιτίας της δράσης τους υπέρ του «Δημοκρατικού Στρατού». Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο καπετάν Σιδέρης.

1. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ (1918-1949), Σύγχρονη Εποχή, σελ. 433.
2. Οι Έλληνες Ευαγγελικοί, είναι μια μικρή κοινότητα διαμαρτυρόμενων χριστιανών που, στην Ελλάδα, έχει παρουσία από το 1858 και αριθμεί μερικές χιλιάδες πιστούς.
3. Η Ελληνική Ευαγγελική κοινότητα είχε σημαντική παρουσία στην Μικρά Ασία. Το 1922, μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την εκδίωξη των Ελληνικών πληθυσμών, οι Ευαγγελικοί πρόσφυγες είτε εντάχθηκαν στις ήδη υπάρχουσες Ευαγγελικές εκκλησίες της Ελλάδας, είτε δημιούργησαν καινούριες στους τόπους όπου εγκαταστάθηκαν. Η μεγαλύτερη από τις εκκλησίες που δημιουργήθηκαν ήταν στην Κατερίνη, όπου ιδρύθηκε ο προσφυγικός «Συνοικισμός Ευαγγελικών».
4. Από το ίδιο άρθρο του Πάρι Παπαγεωργίου: «Ο Σάββας Κανταρτζής, γεννημένος το 1900 στα Κοτύωρα του Πόντου, είχε ενταχθεί από το 1929 στο Αγροτικό Κόμμα Ελλάδος (Α.Κ.Ε.), και υπήρξε υποψήφιος βουλευτής του κόμματος αυτού κατά τις εκλογές του 1932.»

Η θρησκευτική κατάσταση στην Κούβα: μια σύντομη ανασκόπηση

To 1961, στην ιμπεριαλιστική επιχείριση των ΗΠΑ ενάντια στην σοσιαλιστική Κούβα που έμεινε γνωστή ως «εισβολή στον κόλπο των χοίρων» υπήρξαν χριστιανοί, «ιεραπόστολοι» και εκκλησίες που έτειναν χείρα βοηθείας στην CIA και τους αντεπαναστάτες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον έλεγχο της λαϊκής εξουσίας της Κούβας σε καθολικά ιδρύματα, ιεραποστολές και κάποιες εκκλησίες. Την επόμενη χρονιά ο Πάπας Ιωάννης ο ΚΓ΄ έφτασε στο σημείο να αφορίσει τον Φιντέλ Κάστρο.

Από την άλλη, ο Κάστρο το 1985 συναντήθηκε με τον Βραζιλιάνο καθολικό μοναχό Φράι Μπέττο ανταλλάσσοντας ενδιαφέρουσες απόψεις. Οι συνομιλίες τους κυκλοφόρησαν στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Fidel y la Religión», από το οποίο κατά καιρούς αναδημοσιεύουμε αποσπάσματα (1, 2, 3).

Από το 1992, στην Κούβα, οι θρησκευόμενοι και οι χριστιανοί μπορούν να γίνουν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος, ενώ το κράτος περιγράφεται ως «κοσμικό» και όχι ως «αθεϊστικό».

Το 1994, η Σύνοδος των καθολικών επισκόπων της Κούβας επέκρινε το εμπάργκο των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας πως το σύνολο του πληθυσμού αντιμετωπίζει δυσκολίες εξαιτίας του. Τον Ιανουάριο του 1998 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο Β΄πραγματοποίησε ιστορική επίσκεψη στην Κούβα, ύστερα από πρόσκληση της σοσιαλιστικής δημοκρατίας και της εκκλησίας της Κούβας. Ήταν η πρώτη φορά που εν ενεργεία Πάπας επισκέφτηκε την Κούβα. Την ίδια χρονιά, τα Χριστούγεννα αποκαταστάθηκαν ως επίσημη εορτή και δημόσια αργία.

Το 2004 ο Φιντέλ Κάστρο, υποδέχτηκε τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στην Κούβα. Μάλιστα, η λαϊκή εξουσία της Κούβας έχτισε έναν Ορθόδοξο ναό στην καρδιά της παλιάς Αβάνας και τον δώρισε στην ελληνορθόδοξη χριστιανική κοινότητα. Το 2008, άνοιξε η πρώτη Ρωσική Ορθόδοξη εκκλησία στην Κούβα και στα θυρανοίξια παραβρέθηκε ο Ραούλ Κάστρο.

Το 2009, σε μια προφορική αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε σε βιβλίο, ο Φιντέλ Κάστρο είπε: «Αν οι άνθρωποι με αποκαλούν χριστιανό, όχι από άποψη θρησκείας, αλλά από τη σκοπιά του κοινωνικού οράματος, διακηρύττω ότι είμαι χριστιανός. Με βάση τις πεποιθήσεις μου και τους στόχους που επιδιώκω.»

Σύμφωνα με το άρθρο 42 του Συντάγματος της Κούβας: «Οι διακρίσεις λόγω φυλής, χρώματος του δέρματος, φύλου, εθνικής καταγωγής, θρησκευτικών πεποιθήσεων, καθώς και όποια άλλη προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια απαγορεύονται και τιμωρούνται από το νόμο*

*. «Το Σύνταγμα και το Πολιτικό Σύστημα της Δημοκρατίας της Κούβας». Σύγχρονη Εποχή. 2004. σελ. 67.

Χριστιανοί ιεραπόστολοι στην Κίνα υπέρ του Κομμουνισμού: η περίπτωση του Τζέιμς Γκάρεθ Έντικοτ

Μαρτυρίες για χριστιανική παρουσία στην Κίνα, υπάρχουν ήδη από τον 8ο αιώνα. Τον 16ο αιώνα, ξεκίνησε η δραστηριότητα των Ιησουιτών μοναχών. Κατά τη δυναστεία των Τσινγκ, η επαφή με τους δυτικούς έφερε νέα κύματα χριστιανών ιεραποστόλων στην Κίνα. Το 1715 πρωτοήρθαν Ρώσοι Ορθόδοξοι, και το 1807 Διαμαρτυρόμενοι ιεραπόστολοι, έστω κι αν οι Τσινγκ εναντιώθηκαν στις μεταστροφές των Κινέζων στο χριστιανισμό.

Ένα ενδιαφέρον και σχετικά άγνωστο κεφάλαιο στην ιστορία της ιεραποστολής στην Κίνα, έχει να κάνει με μια μερίδα χριστιανών ιεραποστόλων που τάχθηκε υπέρ του κομμουνισμού. Ο σημαντικότερος από αυτούς, ήταν ο Τζέιμς Γκάρεθ Έντικοτ (James Gareth Endicott), ο οποίος στήριξε ενεργά τον αγώνα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, τις δεκαετίες του ’30 και του ’40.

Ο Έντικοτ (1898–1993) ήταν ένας Καναδός κληρικός και ιεραπόστολος. Γεννήθηκε στην επαρχία του Σετσουάν σε μια οικογένεια Μεθοδιστών ιεραποστόλων. Η οικογένειά του επέστρεψε στον Καναδά το 1910. Αργότερα, χειροτονήθηκε λειτουργός της Ενωμένης Εκκλησίας του Καναδά, και το 1925 επέστρεψε στην Κίνα ως ιεραπόστολος.

Το 1944-45 ήταν σύνδεσμος μεταξύ του αμερικανικού στρατού και των κομμουνιστών, που πολεμούσαν από κοινού τους Ιάπωνες. Τελικά, ο Έντικοτ άρχισε να συμφωνεί με τις ιδέες του κομμουνισμού, έγινε φίλος με τον Τσου Εν-Λάι και υποστήριξε το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η δραστηριότητά του, προκάλεσε τις επικρίσεις της Ενωμένης Εκκλησίας του Καναδά, και τελικά, το 1946, οδηγήθηκε στην παραίτηση από τη διακονία και την ιεραποστολή, καθώς δεν ενέδωσε στο τελεσίγραφο να πάρει πίσω διάφορες δηλώσεις του υπέρ του Κομμουνισμού και ενάντια στους Κινέζους εθνικιστές.

Το 1947 ο Έντικοτ επέστρεψε στον Καναδά και έλαβε θέση σχετικά με τον Κινέζικο Εμφύλιο που εξελισσόταν, τασσόμενος ξεκάθαρα υπέρ των Κομμουνιστών και εκθέτοντας την διαφθορά και την καταπίεση των αντιπάλων τους. Τελικά, στιγματίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης τα οποία κατηγόρησαν τις θέσεις του ως «προδοτικές», ενώ και η Ενωμένη Εκκλησία τον επέκρινε για την υποστήριξή του στην Κινέζικη Επανάσταση και στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας.

Το ότι, το 1952 επέστρεψε στην Κίνα, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Κορέας, και κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη χρήση χημικών και βιολογικών όπλων, δεν του συγχωρέθηκε! Ο τύπος στον Καναδά τον ονόμασε «νούμερο ένα δημόσιο εχθρό» ενώ η Ενωμένη Εκκλησία τον καταδίκασε για την υποστήριξή του στο Μάο Τσε Τουνγκ και τους κομμουνιστές¹. Μάλιστα, η κυβέρνηση του Καναδά, εξέτασε το ενδεχόμενο να τον οδηγήσει σε δίκη με την κατηγορία της προδοσίας².

Την ίδια χρονιά, ο Έντικοτ έλαβε το Διεθνές Βραβείο Στάλιν για την ενίσχυση της Ειρήνης μεταξύ των λαών (αργότερα Διεθνές Βραβείο Ειρήνης Λένιν), για τις προσπάθειές του υπέρ της ειρηνικής συνύπαρξης μεταξύ χριστιανών και κομμουνιστών¹. Το 1960 διατέλεσε πρόεδρος του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης.

Το 1982, η Ενωμένη Εκκλησία ζήτησε συγνώμη και επισήμως από τον Έντικοτ, για το γεγονός ότι τον είχε καταγγείλει 3 δεκαετίες νωρίτερα, αναγνωρίζοντας ότι αυτό του προκάλεσε «πολύ προσωπικό πόνο και άγχος»³.

Πριν από το τέλος της ζωής του, η εκκλησία, η πόλη του Τορόντο και το Πανεπιστήμιο Γιορκ, τον αναγνώρισαν ως μια προφητική φωνή που επεδίωξε την ειρηνική συνύπαρξη μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών συστημάτων².

Ο Έντικοτ σε μια συνέντευξη, λίγο πριν το θάνατό του το 1993, δήλωσε πως το Κομμουνιστικό Μανιφέστο των Μαρξ-Ένγκελς, «είναι πιο αληθινό από ποτέ»4.

1. Donn Downey, «James Gareth Endicott Chinese-born missionary was peace activist», Globe and Mail, 29/11/1993
2. Department of Canadian Heritage through the Canadian Culture Online Strategy
3. «Vilified in 1950s, Endicott receives church’s apology», Globe and Mail, 13/8/1982
4. Lisa Wright, Toronto Star, 7/8/1993

π. Ανυπόμονος:«δεν δικαιούνται μόνο οι «εθνικόφρονες» να είναι χριστιανοί!»

Ο Άρης με τον παπα-Ανυπόμονο

Σὲ κάποια στιγμή, ἐνῶ εἴχαμε τακτοποιηθεῖ ὡραῖα, οἱ σκοπιὲς ἦταν στὶς θέσεις τους καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἤμασταν ξαπλωμένοι, μοῦ λέει ὁ Ἄρης:

«Παπούλη, τὶ μέρα εἶναι αὔριο;».

«Τρίτη…», τοῦ ἀπαντῶ.

«Πόσες ἔχει ὁ μήνας;».

«Αὔριο, δέκα ὀκτώ…».

«Δὲν γιορτάζω;».

«Δὲν ξέρω ἂν γιορτάζετε…».

«Δὲν μὲ λένε Θανάση;».

«Θανάση σᾶς λένε, ἀλλὰ δὲν ξέρω ἂν γιορτάζετε αὔριο…».

«Μὲ λένε Θανάση καὶ γιορτάζω αὔριο. Εἶναι τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου…Θὰ πᾶμε στὴν ἐκκλησία αὔριο, πρωὶ-πρωί…».

Καὶ ἀπευθυνόμενος πρὸς ὅλους τοὺς μαυροσκούφηδες, συνέχισε:

«Λοιπὸν συναγωνιστές, θὰ πᾶτε ὅλοι στὴν ἐκκλησία μὲ προσοχή. Θ’ ἀνάψετε ὅλοι κεριά. Θὰ προσκυνήσετε τὶς εἰκόνες. Θὰ σταθεῖτε προσοχὴ καὶ δὲν θέλω νὰ διαπιστώσω καμμίαν ἀταξία, γιατὶ θὰ τὴν τιμωρήσω αὐστηρά. Θὰ δεῖτε τὶ θὰ κάνω ἐγὼ κι ὁ πάτερ Ἀνυπόμονος καὶ τὸ ἴδιο θὰ κάνετε κι ἐσεῖς. Θὰ πᾶμε νὰ πάρουμε κι ἀντίδωρο, θὰ φιλήσουμε καὶ τὸ χέρι τοῦ παπᾶ…».

Τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ πήγαμε στὴν ἐκκλησία, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία· μπροστὰ ὁ Ἄρης, μετὰ ἐγὼ καὶ ἀκολουθώντας ὅλοι οἱ μαυροσκούφηδες στὴ σειρά. Ἀνάψαμε τὸ κεράκι μας καὶ ἀσπασθήκαμε τὶς ἱερὲς εἰκόνες πρὸς μέγαλη ἔκπληξη τῶν χωρικῶν καὶ τοῦ παπα-Λάμπρου Τσέτσου, ἐφημερίου τοῦ χωριοῦ. Τοὺς ἔκαμε φοβερὴ ἐντύπωση ποὺ εἶδαν ν’ ἀνάβουν κερὶ οἱ ἀντάρτες καὶ ν’ ἀσπάζονται τὶς ἱερὲς εἰκόνες. Καὶ μάλιστα ὁ Ἄρης! Γι’ αὐτοὺς ὁ Ἄρης ἦταν ὁ σφαγέας, ὁ ἄθεος ποὺ καίει τὶς εἰκόνες, ποὺ σπάει τοὺς Σταυρούς, ποὺ κάμει χίλιες δυὸ ἱεροσυλίες!

«Οἱ ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ βεβηλώνουν ἐκκλησίες, καῖνε καὶ καταστρέφουν εἰκόνες…».

Ἔτσι τοὺς ἔλεγαν κι ἀκόμη ἔτσι τοὺς λένε. Και, δυστυχῶς, δὲν εἶναι λίγοι αὐτοὶ ποὺ τὰ πιστεύουν καὶ τὰ διακηρύσσουν κιόλας αὐτά, γενικεύοντας αὐθαιρέτως περιπτώσεις ποὺ συνέβησαν μερικὰ χρόνια ἀργότερα, κατὰ τὸν ἐμφύλιο πόλεμο, καὶ χρεώνοντάς τις στὴν Ἐθνικὴ ἀντίσταση 1941-44. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν ἄποψη, ποὺ ἀπὸ πολιτικὲς σκοπιμότητες προκύπτει καὶ αὐτὲς ἐξυπηρετεῖ, μόνον ὅσοι ἔχουν τὸ ἐξαιρετικὸ προνόμιο νὰ θεωροῦνται «ἐθνικόφρονες», μόνον ἐκεῖνοι δικαιοῦνται νὰ εἶναι χριστιανοί!

ἀρχιμ. Γερμανὸς Δημᾶκος – Πάτερ Ἀνυπόμονος, Στὸ βουνό, μὲ τὸν Σταυρό, κοντὰ στὸν Ἄρη

Από το Αδράχτι. Το πρωτοείδα στη Θεολογία Μεσοπέλαγα.

Διαβάστε ακόμα:  Άρης Βελουχιώτης: «Η συμβολή του κλήρου, που στάθηκε στο πλευρό μας, υπήρξε ανεκτίμητη.»

Η θρησκεία στην ΕΣΣΔ

Αναμνηστικό Σοβιετικό νόμισμα του 1988, ονομαστικής αξίας 25 ρουβλίων. Απεικονίζεται ο Βλαδίμηρος του Κιέβου να κρατάει σταυρό. Κόπηκε για τα 1000 χρόνια απ’ τον «Εκχριστιανισμό των Ρως».

Υπάρχει εδραιωμένη η αντίληψη (ειδικά μέσα σε εκκλησιαστικούς χώρους), πως η Σοβιετική Ένωση έκανε διωγμούς και κυνήγησε αδιάκριτα την θρησκεία και την εκκλησία. Το θέμα αυτό, είναι αγαπημένο σε όσους θρησκευόμενους επιδιώκουν να καλλιεργήσουν αντικομμουνιστικές αντιλήψεις και να δημιουργήσουν αντιδραστικά αντανακλαστικά ανάμεσα στους πιστούς και τους θρησκευόμενους. Επειδή, λοιπόν, πολλά λέγονται, θα κάνουμε μια σύντομη αναφορά σχετικά με την αντιμετώπιση της θρησκείας και των εκκλησιών στην Σοβιετική Ένωση.

Η επικρατούσα θρησκεία στην Σοβιετική Ένωση, ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, για πολλούς αιώνες ήταν ταυτισμένη με το απολυταρχικό τσαρικό καθεστώς. Δίδασκε την υποταγή σε αυτό και κατέπνιγε ιδεολογικά (και όχι μόνο) κάθε σκέψη για δικαιοσύνη και απαλλαγή από την εξουσία των εκμεταλλευτικών τάξεων. Ο Βρετανός ιστορικός Orlando Figes, υποστηρίζει ότι η Ρώσικη Ορθόδοξη Εκκλησία, «αποτελούσε ένα σημαντικότατο προπαγανδιστικό όργανο και ένα μέσο κοινωνικού ελέγχου» υπέρ του τσαρικού καθεστώτος, ενώ οι κληρικοί της «τροφοδοτούσαν με πληροφορίες την αστυνομία για ανατρεπτικά στοιχεία ανάμεσα στο ποίμνιό τους, ακόμα κι αν έλαβαν αυτές τις πληροφορίες μέσα από τη διαδικασία της εξομολόγησης.»¹

Η αντιδραστική στάση της Εκκλησίας, συνεχίστηκε και αφότου ο λαός πήρε στα χέρια του την εξουσία. Η Εκκλησία αρνήθηκε να αναγνωρίσει την Σοβιετική εξουσία, αναπολώντας τις ημέρες του τσαρικού καθεστώτος.

Είναι γεγονός, ότι η Σοβιετική Ένωση πραγματοποίησε, από νωρίς, τον διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, παρέχοντας όμως το δικαίωμα της ελεύθερης άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων στους πολίτες. Αυτό στο οποίο εναντιώθηκε ήταν η θρησκευτική προπαγάνδα. Απ’ την άλλη, οι διώξεις που υπήρξαν ενάντια σε μέλη και κληρικούς της Εκκλησίας, είχαν να κάνουν, κατά κύριο λόγο, με την αντεπαναστατική δράση τους και όχι με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Όπως, είπαμε, η Ορθόδοξη Εκκλησία, ήταν εξαρχής εχθρική προς την εξουσία του λαού.

Βέβαια, πρέπει να ειπωθεί, πως το 1922 ένα σημαντικό τμήμα πιστών και ιερέων, συγκρότησε την λεγόμενη «Ζώσα Εκκλησία», η οποία υποστήριξε την Σοβιετική Ένωση και συμμάχησε με τους κομμουνιστές. Ενώ, με πρωτοβουλία του Ιωσήφ Στάλιν, το 1943, υπήρξε συμφιλίωση της επίσημης Ορθόδοξης Εκκλησίας με την Σοβιετική εξουσία.

Η αλήθεια είναι πως, στην Σοβιετική Ένωση, εκτός από ελάχιστα χρονικά διαστήματα και λίγες περιπτώσεις, η Εκκλησία απολάμβανε μια σχετική θρησκευτική ελευθερία. Σίγουρα, η Σοβιετική εξουσία δεν υποστήριζε την θρησκευτική πίστη, όμως από την άλλη δεν συνέβαιναν όλα αυτά τα σημεία και τέρατα που ακούγονται από διάφορους.

Ο Αναστάσης Γκίκας, παραθέτει μερικές σημαντικές μαρτυρίες, οι οποίες παρουσιάζουν το τι πράγματι συνέβαινε στην Σοβιετική Ένωση.

Μία από αυτές, είναι του Πόντιου, κομμουνιστή και χριστιανού, Γιάννη Αθανασιάδη: «Εγώ είμαι κομμουνιστής. Και όμως εγώ πήγα στην εκκλησία και είχα βαφτίσει μάλιστα και δώδεκα παιδιά. Το ξέρανε και στο Κόμμα.

—Πως τα βαφτίσατε αφού, όπως λέγεται, ήταν διωκόμενη η θρησκεία;

—Οι γονείς μου ήταν θρήσκοι και εγώ το ίδιο. Και ήμουν και μέλος του Κόμματος. Δεν απαγορευότανε από το Κόμμα. Αυτό είναι λάθος. Κοιτάξτε, εθελοντικά όποιος ήθελε πήγαινε στην εκκλησία. Δεν διωκότανε επίσημα. Προσπαθούσανε να περάσουνε τον αθεϊσμό μέσα από τα πανεπιστήμια κλπ., αλλά με το ζόρι, βίαια ποτέ. Λέγανε: δεν κάνει να πάτε. Αλλά με το ζόρι ποτέ. Ο ίδιος μάλιστα βάφτισα μέσα στην Μόσχα, σε μια εκκλησία, το παιδί ενός άλλου Έλληνα, επίσης μέλους του Κόμματος. Ήταν οι πρωτοβάθμιες, οι τοπικές οργανώσεις που πρωτοστατούσαν κατά της Εκκλησίας. Από την κεντρική εξουσία δεν είχαν τέτοια εντολή. Από υπερβάλλοντα ζήλο έγιναν όσα έγιναν.»²

Όπως αναφέρει ο Αναστάσης Γκίκας³: «Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, η αποσύνδεση της Εκκλησίας από το Κράτος είχε ευεργετικά αποτελέσματα και για την ίδια τη θρησκεία. Παίρνοντας συνέντευξη από ένα κληρικό (ο οποίος υπηρετούσε ως βοηθός του Αρχιεπισκόπου του Λένινγκραντ), ο Βρετανός ερευνητής W. Mandel έμεινε έκπληκτος από τις απαντήσεις. Στην ερώτηση για το τι επάγγελμα ασκούσαν οι γονείς του, ο κληρικός απάντησε: «Ήταν αγρότες. Και είναι καλύτερα για κάποιον σαν και μένα στην εκκλησία αυτές τις μέρες.» «Τι εννοείς;» συνέχισε ο ερευνητής. «Στο παρελθόν οι κληρικοί προέρχονταν σχεδόν πάντα από τις τάξεις των πλουσίων. Σήμερα κάποιος σαν και μένα μπορεί να γίνει ιερέας.» Αμέσως μετά του ζητήθηκε να σχολιάσει το χαμηλό ποσοστό των πιστών στη Σοβιετική Ένωση (περίπου 10% επί του συνόλου του πληθυσμού στις αρχές της δεκαετίας του 1960). Εκείνος απάντησε με ειλικρίνεια: «Στο παρελθόν το να πηγαίνει κανείς στην εκκλησία ήταν αυτό που επιβαλλόταν για τον καθένα να κάνει… Είμαστε ωστόσο ικανοποιημένοι. Πιστεύουμε πως οι εκκλησιαζόμενοι που έχουμε σήμερα είναι ειλικρινά θρήσκοι.»4

1. Orlando Figes, A Peoples Tragedy: The Russian Revolution, 1891-1924, Pilmico, Λονδίνο, 1997, σελ. 63.
2. Αναστάσης Ι. Γκίκας, Οι Έλληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2007, σελ. 130-131.
3. Ο.π. σελ. 131-132.
4. W. Mandel, A New Look at Russia: The Land, the People and how they Live, Evans Brothers Ltd, Λονδίνο, 1965, σελ. 83. Ιδιαίτερα αποκαλυπτική —και διαμετρικά αντίθετη προς την κυριαρχούσα άποψη— είναι επίσης η διάλεξη του αιδεσιμότατου Δρ. Hewlett Johnson, Επιτρόπου του Canterbury, το 1945, με θέμα «Ο Χριστιανισμός στην ΕΣΣΔ». Βλέπε. Rev. Dr. Hewlett Johnson, Christianity in the USSR (χ.ε.), 1945

Η Θεολογία της Απελευθέρωσης στη ζωή της Βίβλου

Παραθέτουμε ένα κείμενο του Gil Dawes, Αμερικανού πάστορα μιας ενορίας η οποία άνηκε στην Ενιαία Μεθοδιστική Εκκλησία (United Methodist Church). Ο Dawes ήταν σαφώς επηρεασμένος απ’ τη Θεολογία της Απελευθέρωσης. Στο κείμενο αυτό, διηγείται την, πολύ ενδιαφέρουσα και γεμάτη διδάγματα, ιστορία της τοπικής εκκλησίας του στην Αϊόβα των ΗΠΑ. Το κείμενο είναι από το βιβλίο «Αριστερά και Θρησκεία – Η Θεολογία της Απελευθέρωσης», που κυκλοφόρησε το 1984 απ’ τη «Μηνιαία Επιθεώρηση».

Επί δεκατρία χρόνια, μια τοπική Ενιαία Μεθοδιστική ενορία στο Καμάντσε στην πολιτεία Αϊόβα, συμπαραστάθηκε ενεργά σε διάφορους τοπικούς, εθνικούς και διεθνείς αγώνες απελευθέρωσης.
  • Ξανά και ξανά η ενορία κατήγγειλε και διαδήλωσε ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ.
  • Μέλη της ενορίας οργάνωσαν τοπικές πικετοφορίες σε συμπαράσταση των Γηγενών Αμερικάνων στο Γούντεντ Νη.
  • Ο πάστορας, μαζί με άλλα μέλη της ενορίας, πήγε στο Ουισκόνσιν για να συμπαρασταθεί σε μια ομάδα της φυλής Μενομινή που είχε καταλάβει ένα συγκρότημα κελιών δοκίμων Ρωμαιοκαθολικών μοναχών.
  • Μέλη της ενορίας οργάνωσαν πικετοφορίες στα πολυκαταστήματα της περιοχής για το μποϋκοτάρισμα ορισμένων προϊόντων (Farah slacks).
  • Η ενορία συγκέντρωσε και απέστειλε σημαντική οικονομική υποστήριξη στο Πατριωτικό Μέτωπο στο Ζιμπάμπουε.
  • Το 1979 το Συνέδριο της Οργάνωσης Πολιτείας του Κομμουνιστικού Κόμματος πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Αδελφότητας της εκκλησίας.
  • Η ενορία υποστήριξε μια τοπική ανεπίσημη απεργία, και, αργότερα, μια απεργία διαρκείας, που κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο, με πικετοφορίες, οικονομική υποστήριξη και διαφώτιση της κοινής γνώμης.
  • Σε σχέση με την παραπάνω απεργία, φιλοξένησε την Άντζελα Νταίηβις στην εκκλησία, όταν ήλθε για μια εκδήλωση συμπαράστασης στο σωματείο.
  • Ο πάστορας ξυλοκοπήθηκε από την αστυνομία, συνελήφθη με τις κατηγορίες διασάλευσης της τάξεως και αντίστασης κατά της αρχής, δικάστηκε και αθωώθηκε από τους ενόρκους, ενώ σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας είχε την ολόψυχη συμπαράσταση της ενορίας του.

Η εκκλησία του Αγίου Μάρκου, σήμερα

Τα παραπάνω δεν αποτελούν βέβαια τον πλήρη κατάλογο των δραστηριοτήτων, αλλά είναι ενδεικτικά του εύρους και του βάθους των ενδιαφερόντων και του τρόπου ανταπόκρισης αυτής της ενορίας. Σαν αποτέλεσμα αυτών των δραστηριοτήτων το όνομά της (Σαιντ Μαρκ’ς – Αγίου Μάρκου) προφερόταν από τους φίλους της με έμφαση στο κάππα, σαν Σαιντ Μαρξ. Οι εχθροί της την αποκαλούσαν “εκείνη η εκκλησία με τα κομμούνια”.

Γενικά μια τέτοιου είδους περιγραφή είναι πραγματικά ανήκουστη για μια εκκλησία στις ΗΠΑ. Θα μπορούσε ίσως να ισχύσει για μια από τις μεγάλες, πολυμελείς και πλούσιες εκκλησίες της Δυτικής Ακτής, ή για κάποια ενορία πανεπιστημιούπολης στις μεγαλουπόλεις. Αλλά η εκκλησία για την οποία γίνεται λόγος λειτουργούσε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ήταν μια ομάδα 170 ανθρώπων σε μια μικρή πόλη με 5.000 κατοίκους στην καρδιά της Ζώνης της Βίβλου. Η Ζώνη αυτή αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης βιομηχανοποιημένης περιοχής κατά μήκος του ποταμού Μισισιπή, η οποία είναι γνωστή για τις αντιδραστικές της παραδόσεις.

Η ύπαρξη αυτής της προοδευτικής Χριστιανικής κοινότητας σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν ήταν βέβαια ένα είδος “ανωμαλίας της φύσης” ούτε πολύ περισσότερο προϊόν της τύχης. Ήταν το αποτέλεσμα συγκεκριμένου σχεδιασμού, σκληρής δουλειάς, και μακροχρόνιας, συστηματικής προσπάθειας ενάντια σε αδίστακτους αντιπάλους.

Η περιοχή αυτή στη διάρκεια της ιστορίας δεν ήταν πάντοτε συντηρητική ή αντιδραστική. Η Αϊόβα αποτελούσε τμήμα του κινήματος για την κατάργηση της δουλείας κατά την περίοδο πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο (1861-64). Μια από τις κύριες αρτηρίες φυγάδευσης ήταν ο ποταμός Μισισιπής, και η περιοχή Κλίντον ένας από τους σταθμούς της. Η Εκκλησία των Μεθοδιστών διασπάσθηκε πάνω στο ζήτημα της δουλείας 15 χρόνια πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, και δεν συνενώθηκε σ’ ενιαίο δόγμα παρά μόνο το 1939, σχεδόν εκατό χρόνια μετά τη διάσπαση. Η τοπική Μεθοδιστική ενορία στο Καμάντσε συναθροίστηκε για πρώτη φορά το 1839, μ’ έναν επισκέπτη πάστορα που περιέτρεχε ολόκληρη την περιοχή. Δεν έχουμε όμως καμιά ένδειξη σχετικά με τη στάση της ενορίας ως προς το ζήτημα της δουλείας.

Στις αρχές του αιώνα η περιοχή είχε χωριστεί σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα γύρω από πολλά ζητήματα, ένα από τα οποία ήταν και το ζήτημα της δουλείας. Η περίοδος Ανόρθωσης μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο είχε φέρει στο προσκήνιο την Κου-Κλουξ-Κλαν, όχι μόνο στο Νότο αλλά και στις βορεινές παραποτάμιες περιοχές. Στόχος των επιθέσεών της δεν ήταν μόνο οι λιγοστοί μαύροι κάτοικοι αλλά ένας ολόκληρος πληθυσμός Καθολικών μεταναστών και οι αυξανόμενες κινήσεις για συνδικαλιστική οργάνωση. Από τη μια πλευρά αυτής της σύγκρουσης ήταν ένα σοσιαλιστικό κίνημα που γέννησε δυο τοπικές εφημερίδες (“Ointon County Socialist” και “Merry War”) και εξέλεξε αντιπροσώπους στο δημοτικό συμβούλιο. Από την άλλη πλευρά, μαζί με την ΚΚΚ, ήταν ο Αμερικάνικος Προστατευτικός Σύνδεσμος (American Protective Association) που συγκροτήθηκε στο Κλίντον της Αϊόβα, και αργότερα εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα. Δημιούργημα ενός αντιδραστικού επιχειρηματικού τομέα, η οργάνωση αυτή κατάρτισε “μαύρες λίστες” που χρησιμοποιήθηκαν από τον Γενικό Εισαγγελέα Πάλμερ για να συλλάβει, να προφυλακίσει και, σε πολλές περιπτώσεις, να εκτοπίσει κάπου 10.000 συνδικαλιστές.

Παρόλο που η συνδικαλιστική οργάνωση ξεκίνησε γύρω στις αρχές του αιώνα και τα σωματεία διατήρησαν μια έντονη παρουσία στην περιοχή, η δύναμη του τοπικού κατεστημένου, σε συνδυασμό με τους πολιτειακούς νόμους της Αϊόβα ”περί του δικαιώματος της εργασίας”, τελικά επιβλήθηκε ώστε σήμερα η περιοχή να αποτελεί ένα από τα οχυρά του επιχειρηματικού κόσμου. Κάθε ανάμνηση του σοσιαλιστικού κινήματος έσβησε. Μετά τη Μακαρθική περίοδο μάλιστα η περιοχή αποτελούσε ένα από τα τυπικά παραδείγματα “αγνού αμερικανισμού”. Οι εκκλησίες εκεί δεν φαίνεται να έκαναν τίποτε το ξεχωριστό, πέρα από τη συνήθη ηθικοπλαστική συμμετοχή στο στάτους κβο.

Η εκκλησία στο Καμάντσε ήταν μια μικρή ενορία μιας μικρής κηπούπολης, και αποτελούνταν κυρίως από εργάτες, μερικούς επαγγελματίες και λιγοστούς διοικητικούς υπάλληλους και αγρότες. Παρέπαιε ανάμεσα σ’ έναν καθαρό θρησκευτικό συντηρητισμό και σ’ έναν συγκεχυμένο κοινωνικό φιλελευθερισμό, ανάλογα με τις απόψεις του εκάστοτε πάστορα. Σαν διορισμός δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα ευνοϊκός. Η θέση δεν αφορούσε μόνο την ενορία του Καμάντσε, γιατί από την ίδρυσή της μέχρι το 1971 μοιράζονταν τον πάστορα με τουλάχιστον άλλη μια εκκλησία. Καθώς όμως η πόλη άρχισε να μεγαλώνει σαν “υπνοδωμάτιο” της ευρύτερης περιοχής του Κλίντον, η ηγεσία του δόγματος αποφάσισε να προβιβάσει την ενορία και να αποστείλει έναν πάστορα αποκλειστικά για το Καμάντσε, μαζί με ιεραποστολική υποστήριξη για το ξεκίνημα. Ήταν ακριβώς τότε που διορίστηκα εγώ σ’ αυτή τη θέση του πάστορα. Το γεγονός δεν θεωρήθηκε και πολύ σημαντικό για την ενορία, ούτε και κάποια ιδιαίτερη τιμή για μένα. Το Καμάντσε ήταν, κατά γενική εκτίμηση, μια πολιτιστική έρημος, και εγώ, που μόλις είχα επιστρέψει από τη Λατινική Αμερική, είχα αρχίσει να επικρίνω δημόσια την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Κατά κάποιο τρόπο η ιεραρχία του δόγματος ήταν της γνώμης ότι της ενορίας της άξιζε κάποιος σαν κι εμένα, και εμένα μου άξιζε μια τέτοια ενορία!

Από τη δική μου σκοπιά, η θητεία μου στο Καμάντσε ήταν ένα πείραμα για να δω αν οι Χριστιανοί σ’ ένα χαρακτηριστικά “αμερικάνικο” περιβάλλον μιας μικρής πόλης των ΗΠΑ, θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στο μήνυμα του Ευαγγελίου μέσα από την ερμηνεία της θεολογίας της απελευθέρωσης. Ένιωθα πως “αν λειτουργούσε στο Καμάντσε”, τότε θα μπορούσε να λειτουργήσει παντού. Δεν ήταν ένα ακαδημαϊκό πείραμα, αλλά κάτι που με απασχολούσε και στο οποίο είχα συμμετάσχει ενεργά επί πολλά χρόνια. Ήξερα πως οι Χριστιανοί στη Λατινική Αμερική ανταποκρίνονταν σ’ αυτό το μήνυμα, αλλά δεν ήξερα αν οι Βορειο-αμερικάνοι, εφόσον τους παρεχόταν μια ανάλογη ευκαιρία θα έκαναν το ίδιο. Ήταν στ’ αλήθεια η τοπική εκκλησία μια χαμένη υπόθεση, όπως έμοιαζαν να πιστεύουν οι περισσότεροι προοδευτικοί Χριστιανοί και μη-Χριστιανοί, ή ήταν ένα πεδίο που δεν είχε δοκιμαστεί τόσο από θεολογική όσο και από ιδεολογική άποψη; Έπρεπε να βρω την απάντηση μόνος μου. Μου ήταν αδύνατο, είτε από Χριστιανική είτε από Μαρξιστική σκοπιά, να δεχτώ να χαραμίσω τη ζωή μου σε κάτι ανούσιο, κάτι που θα ήταν άχρηστο ως προς τα δύο ετούτα οράματα.

“Χρήσιμο” δεν σήμαινε για μένα να δράσω ατομιστικά σαν τον “φτωχό και μόνο καουμπόυ”. Σήμαινε να διαμορφώσω μια κοινότητα πίστης και δράσης. Γνωρίζοντας τις θρησκευτικές ρίζες αυτής της χώρας, κι έχοντας μεγαλώσει στην Αϊόβα, ήμουνα πεισμένος πως η προσπάθεια αυτή όχι μόνο άξιζε τον κόπο, αλλά ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Μου ήταν απολύτως καθαρό πως αν δεν γινόταν κάποιου είδους θρησκευτικο-πολιτική σύνδεση, ο Συντηρητικός προτεσταντισμός (φονταμενταλισμός) είχε την εξαιρετικά επικίνδυνη δυνατότητα να μετατραπεί σε μυθολογική βάση ενός Αμερικάνικου Φασισμού. Στη Ναζιστική Γερμανία το μυθολογικό στοιχείο του φασισμού ήταν οι μύθοι των Γερμανικών φύλων, αλλά εδώ ο ρόλος αυτός ανήκει οπωσδήποτε στο Συντηρητικό Χριστιανισμό. Είχα δει αυτό τον Βορειοαμερικάνικο προτεσταντικό Συντηρητισμό να λειτουργεί σαν ανοιχτός θρησκευτικός ιμπεριαλισμός στη Λατινική Αμερική όπου χρησίμευε για τη δικαίωση και διαιώνιση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ήταν λοιπόν πολύ σημαντικό τουλάχιστον να σπάσει το μονοπώλιο του Συντηρητισμού πάνω στα σύμβολα και τους μύθους. Έτσι το Καμάντσε ήταν η δοκιμασία για ορισμένα πολύ κρίσιμα και μακρόπνοα ζητήματα.

Το πρώτο πράγμα που έκανα στο Καμάντσε ήταν να τοποθετήσω Βίβλους στα στασίδια, έτσι ώστε οι εκκλησιαζόμενοι όχι μόνο ν’ ακούν αλλά και να βλέπουν τα κείμενα. Είπα: “Δεν θα πιστέψετε αυτά που θα ακούσετε παρά μόνο όταν τα δείτε με τα ίδια σας τα μάτια!” Όποτε διάβαζα από τις Γραφές, στο κήρυγμα της Κυριακής, φρόντιζα να εντάξω το κείμενο στο ευρύτερο του πλαίσιο. Έπρεπε να σταματήσει πια εκείνη η συνήθεια των προτεσταντών Συντηρητιστών να κολλάνε ξεκάρφωτα εδάφια εκτός συμφραζόμενων! Με το ”ευρύτερο πλαίσιο” δεν εννοώ μονάχα τη θέση του μέσα στη Βίβλο αλλά και την ιστορική στιγμή και τη συγκεκριμένη ανησυχία απ’ όπου ξεπήδησε το αναφερόμενο κείμενο. Από αυτή την προσέγγιση των Γραφών, και από τον εντοπισμό των κοινωνικο-οικονομικών και ιστορικών συνθηκών όπου γεννήθηκε αυτός ο Λόγος, φάνηκε πολύ καθαρά ότι εδώ αντιμετωπίζαμε τη Βίβλο με πολύ μεγαλύτερη σοβαρότητα. Γιατί δεν επρόκειτο ούτε για τον παλιό Συντηρητικό φιλολογισμό του “τσιμπολογήματος φράσεων” ούτε για τη φιλελεύθερη “θεματική” προσέγγιση. Όταν πια αυτό έγινε κατανοητό, προχωρήσαμε στο ερώτημα γύρω από το νόημα του κειμένου σε σχέση με τη σημερινή μας ιστορική κατάσταση.

Προφανώς, μια τέτοια διαφορετική προσέγγιση δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σαν αποτέλεσμα μερικών εικοσάλεπτων εβδομαδιαίων κηρυγμάτων. Ακόμα κι αν μετά από κάθε κήρυγμα υπάρχει, όπως φρόντιζα πάντα να υπάρχει, χρόνος για ερωτήσεις και διευκρινήσεις σχετικά με το κείμενο της Βίβλου και την ερμηνεία του, η δουλειά αυτή από μόνη της δεν επαρκεί. Από την ανάγκη για παραπέρα σκέψη και συζήτηση, προήλθαν οι εβδομαδιαίες συναντήσεις της ομάδας μελέτης, κάθε Τετάρτη. Σ’ αυτές τις συναντήσεις, η πρώτη ώρα αφιερώνονταν στη μελέτη του βιβλικού κειμένου που θα χρησίμευε ως βάση για το κήρυγμα της επόμενης Κυριακής. Διαβαζόταν δυνατά, ύστερα δινόταν το ιστορικό πλαίσιο και ορισμένες διευκρινήσεις, και τέλος συζητούσαμε το νόημα και τη σημασία του τόσο στο αρχικό του πλαίσιο όσο και στη σημερινή εποχή. Οι ιστορικές πληροφορίες περιλάμβαναν πράγματα όπως το γεγονός ότι η εποχή του Μωυσή ήταν μια περίοδος εξέγερσης των σκλάβων στην Αυτοκρατορική Αίγυπτο, ότι ο Ιησούς έζησε σε μια περίοδο παρατεταμένου αγώνα ενάντια στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ότι η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν εξεταστεί μέσα από το πρίσμα ενός ταξικού πολέμου που περιλαμβάνει την Εξέγερση των Χωρικών. Η αξία όλων αυτών δεν ήταν απλώς το ότι τα μέλη της ενορίας άκουγαν μια πιο εκτεταμένη ανάλυση των δικών μου απόψεων, αλλά το ότι όλοι μαζί προχωρούσαμε σε μια βαθύτερη κατανόηση των θεολογικών καταβολών μας. Εγώ διδασκόμουν απ’ αυτούς, κι εκείνοι δίδασκαν ο ένας τον άλλον, και σε πολλές περιπτώσεις οι παρατηρήσεις τους και οι ερωτήσεις τους με έκαναν να αλλάζω ορισμένα στοιχεία του κηρύγματος της επόμενης Κυριακής.

Τη δεύτερη ώρα των συναντήσεων γινόταν συζήτηση και ανάλυση των πρόσφατων γεγονότων και εξελίξεων. Η ερώτηση με την οποία ξεκινάγαμε ήταν: ”Τί σημαντικά πράγματα συνέβησαν στην περιοχή μας, στη χώρα μας και σ’ ολόκληρο τον κόσμο αυτή την εβδομάδα;” Η λέξη κλειδί εδώ είναι, βέβαια, η λέξη “σημαντικά”. Γιατί σήμαινε ότι έπρεπε να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το σημαντικό από το ασήμαντο. Σιγά-σιγά, καθώς οι άνθρωποι τη μια βδομάδα μετά την άλλη πρότειναν ο καθένας τους εκείνο που νόμιζε σημαντικό, συμμετέχοντας σε μια ανοιχτή συζήτηση, ξεχώρισαν ή διαμορφώθηκαν κάποιες απόψεις που αποδείχτηκαν ακριβείς και χρήσιμες σαν ερμηνείες του τί συνέβαινε, ενώ άλλες εγκαταλήφθηκαν. Αυτό σήμαινε ότι σε εβδομαδιαία βάση περνάγαμε όλοι μαζί από μια διαδικασία ιδεολογικού μετασχηματισμού. Όταν άρχισαν να εντοπίζονται γενικότερες τάσεις, θέτοντας ερωτήματα για τα οποία δεν είχαμε επαρκείς απαντήσεις, προχωρούσαμε σε μια μελέτη του συγκεκριμένου ζητήματος. Ένα από αυτά τα ζητήματα που ανέκυψε πολλές φορές ήταν η έλλειψη πληροφοριών για τα άλλα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά συστήματα. Έτσι μελετήσαμε το ”Εισαγωγή στο Σοσιαλισμό” των Χούμπερμαν και Σουήζυ, το ”Παγκόσμια Πείνα: Δέκα μύθοι” των Λαπέ και Κόλλινς, το ”Λαοί και Συστήματα” μια μελέτη για τις ΗΠΑ, τη Λ.Δ. Κίνας, την Τανζανία και την Κούβα, και το ”Ο Εχθρός” του Φελίξ Γκρην.

Αυτές οι δυο πλευρές της ομάδας μελέτης — η θεολογική και η ιδεολογική — δεν αποτελούσαν δυο αυστηρά ξεχωριστές ενότητες αλλά πολύ συχνά συνδέονταν μεταξύ τους μέσα στη συζήτηση. Αυτό που προέκυψε από τη μελέτη ετούτη ήταν πως ο Ελληνικός διαχωρισμός ανάμεσα στο νου και την ύλη, το σώμα και την ψυχή, τη σάρκα και το πνεύμα, το άτομο και την κοινότητα, ήταν ψευδής. Παραπέρα είδαμε ότι η πρωτοχριστιανική εκκλησία, καθώς εξαπλώθηκε στις εμπορικές πόλεις της Μικράς Ασίας, δέχτηκε τις επιδράσεις του Γνωστικισμού και των ντόπιων θρησκειών, που είχαν σα φιλοσοφική βάση τον Ελληνικό δυϊσμό. Και είδαμε επίσης ότι η Εβραϊκή θεολογία είχε αντιπαλέψει τη δυϊστική κοσμοθεωρία που γεννούσε ο Ελληνικός φιλοσοφικός ιδεαλισμός. Σαν αποτέλεσμα, η Ιουδαϊκή ερμηνεία έχει περιγραφεί σαν η πιο υλιστική απ’ όλες τις θρησκείες. Κι αυτή ήταν η βάση του πρώιμου Χριστιανισμού (αν και αυτό το γεγονός το ανακαλύψαμε από τη μελέτη της Μαρξιστικής κριτικής του ύστερου Χριστιανισμού). Έτσι μπορέσαμε να κατανοήσουμε ότι το κίνημα της Βασιλείας των Ουρανών με τον Ιησού και την πρωτοχριστιανική εκκλησία διαμόρφωσε μια πρωτόγονη κομμουνιστική κουλτούρα η οποία επιβίωσε σε διάφορους βαθμούς επί αρκετούς αιώνες. Προήλθε φυσικά από τις αιρέσεις ”της ερήμου”, όπως οι Εσσαίοι και το κίνημα του Ιωάννη του Βαπτιστή, αλλά πραγματοποίησε κι ένα πολύ σημαντικό βήμα πιο πέρα. Για πρώτη φορά, ο πρωτόγονος κομμουνισμός δεν βασιζόταν στην οικογένεια, στη φυλή ή σε μια ομοσπονδία φυλών.

Όλες αυτές οι “ανακαλύψεις” μας, τελικά σήμαιναν ότι ο Μαρξισμός δεν ήταν απλώς ένα μέσο έκφρασης της Χριστιανικής μας συμπεριφοράς, αλλά κι ένα εργαλείο για την κατανόηση των Ιουδαιο-Χριστιανικών καταβολών μας.

Οπωσδήποτε, η συζήτηση τέτοιων θεμάτων έδινε μεγάλη ζωντάνια στην ομάδα μελέτης. Η μελέτη ήταν σοβαρή αλλά κι ευχάριστη γιατί επιχειρηματολογούσαμε και γελάγαμε μαζί. Μέσα από αυτή την κατάσταση η ομάδα βαθμιαία διαμορφώθηκε σε μια κοινότητα “πίστεως εν δράσει”. Το σημαντικό ποσοστό της ενορίας που συμμετείχε τακτικά στην ομάδα μελέτης αποτέλεσε τον πυρήνα που “ήξερε τί έκανε και γιατί”. Τα μέλη της μπορούσαν να διατυπώσουν ένα λόγο που εξηγούσε την πίστη τους, τόσο στο θεολογικό όσο και στο ιδεολογικό επίπεδο.

Επειδή όλοι δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στην ομάδα μελέτης, χρειάστηκε να δημιουργηθούν κάποιες δυνατότητες για εκείνους που έβλεπαν με συμπάθεια την όλη προσπάθεια, και είχαν τη διάθεση να ασχοληθούν με κάτι περισσότερο από την παρακολούθηση του κυριακάτικου κηρύγματος. Αυτό που τελικά έγινε ήτανε μια ”συνάντηση για καφέ” όπου 40-50 άτομα μένανε μετά τη λειτουργία της Κυριακής για μια ώρα περίπου κουβεντιάζοντας σε μια ανεπίσημη ατμόσφαιρα. Ενώ τα παιδιά ήταν στο κατηχητικό, οι ενήλικες (που περιλάμβαναν και τους μαθητές του γυμνασίου)άρχιζαν με ερωτήσεις γύρω από το θέμα του κηρύγματος που είχε προηγηθεί, και συνέχιζαν από κει σε μια ευρύτερη συζήτηση. Ήταν εντυπωσιακό το ότι με δυσκολία βρίσκαμε κάποιον ενήλικα να διδάξει στο κατηχητικό, γιατί αυτό σήμαινε ότι θα έχανε τη ”συνάντηση του καφέ”. Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα χρειάστηκε να εναλλάσσουμε τους διδάσκοντες κατά τακτικά διαστήματα.

Η επιμόρφωση από την ομάδα μελέτης, το κήρυγμα και τη συνάντηση του καφέ ήταν πολύ ουσιαστική, τόσο μάλιστα που οι επισκέπτες στην ενορία μας νόμιζαν ότι είχαν πέσει κατά λάθος σε μια συζήτηση πανεπιστημιακών ή τουλάχιστον ανθρώπων με πανεπιστημιακή παιδεία. Στην πραγματικότητα,ελάχιστοι είχαν φοιτήσει σε πανεπιστήμια, μερικοί δεν είχαν τελειώσει το γυμνάσιο, και υπήρχαν και ορισμένοι τελείως αγράμματοι. Αυτές οι διαφορές δεν δημιουργούσαν εμπόδια στη συζήτηση μέσα στην ομάδα γιατί το θέμα ήταν η ζωή και οι εμπειρίες των ανθρώπων.

Από οργανωτική άποψη, οι συναντήσεις του καφέ αποτελούσαν έναν δεύτερο, ομόκεντρο κύκλο δραστηριότητας γύρω από τον πυρήνα της ομάδας μελέτης. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτές τις συναντήσεις βοηθούσαν στην παραπέρα πληροφόρηση εκείνων που έρχονταν μόνο στη λειτουργία, καθώς και εκείνων που κατοικούσαν στην ενορία μας αλλά δεν είχαν επαφή με την εκκλησία.

Αν η μελέτη και η συζήτηση δεν είχε συνδυαστεί σε μια δεύτερη φάση με συγκεκριμένη δράση, τότε η πορεία των γεγονότων στο Σαιντ Μαρκ’ς θα ήταν απλώς μια διαρκής ανακύκλωση και επανάληψη. Αν δεν δοκιμάζαμε τα συμπεράσματά μας και τους εαυτούς μας, θα χτίζαμε απλώς ένα γυάλινο πύργο, αποκομμένο από την πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν,προχωρήσαμε και στην πράξη. Οι ενέργειες που περιγράψαμε στην αρχή αυτού του άρθρου μας οδηγούσαν, με κάθε βήμα,σε μια βαθύτερη κατανόηση του κόσμου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, βέβαια, κάποιοι εγκατέλειπαν την ομάδα, αλλά εκείνοι που παρέμεναν και συμμετείχαν, δυνάμωναν. Και επιπλέον υπήρχαν και άλλοι που έρχονταν στην εκκλησία για να δουλέψουν μαζί μας μετά από κάθε ενέργεια. Η κατήχηση στην πράξη είναι πολύ ισχυρότερη από την κατήχηση με τα λόγια. Η κατανόηση της πραγματικότητας γινόταν καθαρότερη και η Χριστιανική και Μαρξιστική τοποθέτησή μας βαθύτερη, κάθε φορά που έμπαινε σε δοκιμασία. Αυτό δε σημαίνει ότι η όλη διαδικασία ήταν εύκολη ή ανώδυνη. Κάθε φορά που κάποιος αποχωρούσε, ήταν μια πολύ οδυνηρή εμπειρία για τους υπόλοιπους γιατί πραγματικά είχαμε διαμορφώσει πολύ στενούς δεσμούς μεταξύ μας. Μάλιστα, το πιο δύσκολο πράγμα που έχει να αντιμετωπίσει μια ομάδα αυτού του είδους, είναι η ρήξη μέσα στην οικογένεια ή μεταξύ φίλων. Τα λόγια του Χριστού για το αναπόφευκτο της ρήξης ακόμα και μέσα στην οικογένεια σαν αποτέλεσμα της απόφασης να ταχθείς στο σκληρό αγώνα, απέκτησαν μια ιδιαίτερη σημασία για μας καθώς ζούσαμε αυτή την εμπειρία κάθε φορά που βάζαμε στην πράξη τα όσα κηρύτταμε.

Το πιο σημαντικό στοιχείο της μελέτης μας ήταν η προσπάθεια να εντοπίσουμε την κοινή ρίζα των διαφόρων υποθέσεων για τις οποίες αποφασίζαμε να δράσουμε. Χωρίς μια τέτοια κατεύθυνση, οι άνθρωποι θα αναλώνονταν και πολύ εύκολα θα χάνονταν στην αναζήτηση των μυριάδων φαινομενικά ασύνδετων δεδομένων. Τόσο η θεολογία της απελευθέρωσης όσο και η Μαρξιστική θεωρία, η καθεμιά από τη σκοπιά της, πάντα αναζητούν τη ρίζα του προβλήματος — και γι’ αυτό είναι και οι δυο ριζοσπαστικές. Και οι δυο αναλύουν τα φαινόμενα μέχρι το σημείο όπου συνδέονται μεταξύ τους, κι έτσι όταν διερευνούσαμε τα συγκεκριμένα ζητήματα δεν πελαγοδρομούσαμε αλλά αντίθετα βαθαίναμε την κατανόησή τους. Μια φιλελεύθερη προσέγγιση στις ίδιες υποθέσεις συνήθως οδηγεί σε μια εξάντληση δυνάμεων γιατί δεν υπάρχει ένα εναλλακτικό όραμα που να συνδέει τις λεπτομέρειες σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Σαν αποτέλεσμα, ο φιλελευθερισμός είναι αναγκασμένος να περιορίζει είτε το βάθος είτε τον αριθμό των ζητημάτων στα οποία παρεμβαίνει.

Ο αυτοπροσδιορισμός μας σαν ομάδα δεν προήλθε μόνο από την κοινή μελέτη και δράση, αλλά και από την εχθρότητα που αντιμετωπίσαμε. Απ’ την πρώτη κιόλας Κυριακή που μίλησα στην εκκλησία του Καμάντσε, το αντίπαλο στρατόπεδο έκανε την παρουσία του αισθητή. Η σύζυγος ενός δικηγόρου της περιοχής και ιδιοκτήτη ακινήτων στις φτωχογειτονιές, η οποία αποτελούσε έναν από τους αυτόκλητους στυλοβάτες της εκκλησίας, άρχισε μια εκστρατεία ψιθύρων διαδίδοντας ότι ήμουν “κομμουνιστής”. Καθώς δεν. είχα χρησιμοποιήσει καμιά επίμαχη λέξη στο κήρυγμά μου, και είχα βασιστεί αποκλειστικά στο κείμενο της Βίβλου, η αντίδραση του κόσμου,ήταν να αναρωτηθεί περισσότερο για τα δικά της κίνητρα παρά για τις δικές μου πολιτικές πεποιθήσεις. Και πολλοί είπαν “δεν ξέρουμε ποιος είναι ούτε από πού έρχεται, αλλά αν αυτή είναι εναντίον του, τότε εμείς είμαστε μαζί του”.

Το επόμενο στάδιο της επίθεσης ήταν ένα οικονομικό μποϋκοτάρισμα από τους δεξιούς που διαφωνούσαν με την κατεύθυνση των κηρυγμάτων μου. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που κατήγγειλαν το μποϋκοτάρισμα όταν το έκαναν εργάτες ενάντια στις εταιρείες, αλλά ήταν μια χαρά όταν το χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για να με κάνουν να σωπάσω ή να φύγω. Παρόλο που ο περιορισμός των οικονομικών πόρων ήταν οδυνηρός για μια μικρή ενορία σαν τη δική μας, δεν ήταν καθοριστικής σημασίας. Μάλιστα, τούτο έδειξε στους υπόλοιπους ότι δεν ήταν οι πλούσιοι, αλλά οι εργάτες και οι φτωχοί που σήκωναν το κύριο οικονομικό βάρος για τη λειτουργία της εκκλησίας. Κι όταν οι εργαζόμενοι είδαν τί συνέβαινε, αύξησαν τις προσφορές τους για να αντισταθμίσουν το μποϋκοτάρισμα των πλούσιων.

Όταν φάνηκε ότι το οικονομικό μποϋκοτάρισμα δεν λειτούργησε, το επόμενο βήμα ήταν η αποχώρηση, από τις διοικητικές θέσεις, των ανθρώπων που θεωρούνταν αναντικατάστατοι για τη λειτουργία της εκκλησίας. Αν και αυτό αρχικά ανησύχησε πολύ όσους παρέμειναν, σύντομα έγινε φανερό ότι και άλλα μπορούσαν να κάνουν τις δουλειές, και για πρώτη φορά υπήρξε ένα πραγματικό πνεύμα συνεργασίας. Τα πάντα λειτουργούσαν καλύτερα από πριν!

Πέρα από τις εχθρικές ενέργειες μέσα στην ενορία, η επιχειρηματική και κοινωνική “ελίτ” προσπάθησε να πιέσει τον επίσκοπο να με μεταθέσει, και πολύ συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της ανεπίσημης απεργίας που αναφέραμε στην αρχή του άρθρου. Σε μια περίπτωση τα πράγματα οξύνθηκαν τόσο ώστε κλήθηκα σε απολογία ενώπιον του επισκόπου και 13 τοποτηρητών της πολιτείας της Αϊόβα. Επρόκειτο για μια απαίτηση δίχως προηγούμενο από την πλευρά της ιεραρχίας,γι’ αυτό απάντησα λέγοντας ότι θα επιθυμούσα να φέρω μαζί μου άλλον έναν πάστορα στη συνεδρία. Ο τοποτηρητής της περιοχής μου με πληροφόρησε ότι ήταν αδύνατο γιατί κάτι τέτοιο ”θα παραβίαζε την εμπιστευτικότητα της διαδικασίας των διορισμών”. Αντέτεινα ότι ο συνάδελφος μου θα μπορούσε να είναι παρών μέχρι τη συζήτηση του θέματος του διορισμού, αλλά έλαβα την απόκριση: ”Όχι. Επ’ ουδενί!” Στο σημείο αυτό είπα ότι θα ήθελα να ηχογραφήσω τη συζήτηση, γιατί έμοιαζε με μια συνάντηση εργοδοσίας – εργαζόμενων, όπου εγώ βρισκόμουν στη δοσμένη αριθμητική σχέση του 14 προς 1. Με έκπληκτο και οργίλο ύφος μου απάντησαν ότι αυτό έμοιαζε να υποδηλώνει έλλειψη εμπιστοσύνης προς την αδελφότητα και ότι το αίτημά μου απορριπτόταν ασυζητητί. Τελικά είπα, ”τότε λοιπόν δεν μου αφήνετε άλλη επιλογή από το να βγω και να μιλήσω στα μέσα ενημέρωσης”. Αγνόησαν αυτό το σχόλιο ως άνευ σημασίας.

Εκείνο το απόγευμα συμμετείχα σε μια συγκέντρωση 1.500 περίπου απεργών, όπου ο συνδικαλιστικός τους εκπρόσωπος ανακοίνωσε την κλήση μου σε απολογία από την ιεραρχία της εκκλησίας. Οι απεργοί απάντησαν αμέσως: ”Να πάμε με λεωφορεία στο Ντες Μόινς και να διαδηλώσουμε έξω από την Επισκοπή, κι ενώ ο Τζιλ θα μιλάει με την ιεραρχία μέσα στο κτίριο εμείς θα τα λέμε στους δημοσιογράφους απ’ έξω”. Ένας χαφιές φαίνεται ότι ειδοποίησε αμέσως τον επίσκοπο, γιατί μόλις πήγα σπίτι μου χτύπησε το τηλέφωνο και ο τοποτηρητής της περιοχής μου είπε: ”Η συνάντηση αναβάλλεται επ’ αόριστο — δεν είχαμε σκοπό να δώσουμε δημοσιότητα στο θέμα”.

Αυτό που θέλουμε να υπογραμμίσουμε, περιγράφοντας την εχθρότητα που αντιμετωπίσαμε, είναι ότι το αποτέλεσμά της ήταν να ενισχυθεί η αλληλεγγύη μας και να ξεκαθαρίσουν οι απόψεις μας. Έδειξε σε όλους ότι διεξαγόταν ένας ταξικός πόλεμος τόσο μέσα στην εκκλησία όσο και μέσα στην κοινότητα όπου ζούσαν, κι αυτό έκανε την κατανόηση των αγώνων στον υπόλοιπο κόσμο ακόμα πιο βαθιά.

Δυο χρόνια αργότερα, αφού παρέμεινα στη θέση του πάστορα για να βοηθήσω τους ανθρώπους να ξαναστήσουν τη ζωή τους μετά την απεργία και τη διαγραφή του σωματείου τους από το επίσημο συνδικάτο, ζήτησα από μόνος μου μετάθεση. Είχα ζήσει στο Καμάντσε για 10 χρόνια, κι ένιωθα πως ήταν καιρός για μια αλλαγή, τόσο για μένα όσο και για την ενορία. Στη θέση μου, ο επίσκοπος διόρισε ένα νεαρό πάστορα με την οδηγία να “συμφιλιώσει” εκείνους που είχαν αποχωρήσει από την εκκλησία Σαιντ Μαρκ’ς με εκείνους που είχαν παραμείνει και είχαν συμμετάσχει στους αγώνες. Αυτή η επιχείρηση της ταξικής συνεργασίας, της ”ενότητας πάνω απ’ όλα”, προωθήθηκε από το νεαρό καρριερίστα πάστορα ενάντια στη θέληση και την αλληλέγγυα στάση των μελών της ενορίας που είχαν δουλέψει μαζί μου. Μέσα σε μερικούς μήνες οι άνθρωποι που είχαν κατακτήσει μια νέα κατανόηση του Χριστιανισμού μέσα από τους αγώνες και τη μελέτη των προηγούμενων χρόνων, αποφάσισαν να αποχωρήσουν από το Σαιντ Μαρκ’ς, και οργανώθηκαν σαν ομάδα της Μεθοδιστικής Ομοσπονδίας για την Κοινωνική Δράση. Εδώ και τρία χρόνια η ομάδα αυτή, κάπου 70-80 άτομα, συνεχίζει τις συναντήσεις και την πρακτική που είχαμε αρχίσει μαζί. Δεν έχουν πάστορα,αλλά εναλλάσσονται στην καθοδήγηση της ομάδας μελέτης κάθε Τετάρτη βράδυ και στην προετοιμασία του κηρύγματος της Κυριακής. Έχουν αντιμετωπίσει κάθε είδους επιθέσεις,αλλά είναι τώρα ελεύθεροι να χρησιμοποιήσουν το χρόνο τους και τα χρήματά τους για υποθέσεις και ενέργειες στις οποίες πιστεύουν και όχι για να συντηρούν κάποιο κτίριο ή να συνεισφέρουν στη λειτουργία των οργανωτικών δομών της ιεραρχίας. Έμαθαν πολύ καλά ότι “η εκκλησία” δεν ταυτίζεται μ’ ένα κτίριο, έναν ιερέα, ένα δόγμα, και έτσι είναι σήμερα σοφότεροι και ισχυρότεροι.

Και όλοι μας είδαμε πως το Ευαγγέλιο που είναι “καλα μαντάτα” για τους φτωχούς, είναι κατά κανόνα “κακά μαντάτα” για τους πλούσιους, πως η ζωή μας δεν ”δικαιώνεται δια της πίστεως” αλλά δια της πίστεως εν δράσει, πως ο Ιησούς και οι προφήτες έζησαν και πέθαναν για το Θεϊκό Βασίλειο της επίγειας δικαιοσύνης, για έναν κόσμο όπου θα υπάρχει ζωή εν αφθονία για όλους, και όπου “οι έσχατοι έσονται πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι”. Τέλος, μάθαμε ότι ο Χριστιανισμός και ο Μαρξισμός δεν είναι αντίθετοι ο ένας στον άλλον,ούτε απλώς οι δυο όψεις του ίδιου προοδευτικού κινήματος στην ιστορία, αλλά αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές των υποκειμένων που αγωνίζονται.

Όσο για μένα, τα ερωτήματα που με απασχολούσαν σχετικά με την εκκλησία πριν από 13 χρόνια, βρήκαν κάποιες απαντήσεις. Ναι, “μπορούσε να λειτουργήσει στο Καμάντσε”, πέρα από κάθε προσδοκία, δική μου ή οποιουδήποτε άλλου. Ναι, μπορούσε να διασπαστεί το μονοπώλιο των θρησκευτικών συμβόλων και μύθων, που κατείχε ο προτεσταντικός Συντηρητίσμός (φονταμενταλισμός) και η ”Ηθική Πλειοψηφία”. Ναι, η θεολογία της απελευθέρωσης μπορούσε να ριζώσει εκεί. Και η θεολογία αυτή ανοίγει μια νέα προοπτική με αντίκτυπο τόσο σημαντικό για την άνοδο του σοσιαλισμού, όσο σημαντικός ήταν και ο αντίκτυπος της θεολογίας της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης για την άνοδο του καπιταλισμού.

Πόλεμος των Χωρικών

Τον 16ο αιώνα, παράλληλα με τη θρησκευτική μεταρρύθμιση του Μαρτίνου Λούθηρου (η οποία ως προς τα κοινωνικά ζητήματα χαρακτηριζόταν από μία αστική μετριοπάθεια), αναπτύσσεται ένα επαναστατικό χριστιανικό κίνημα, που συνενώνει μεγάλα τμήματα των κατώτερων τάξεων της Γερμανίας, και κυρίως τους αγρότες, τους οποίους ξεσηκώνει ενάντια στην άγρια εκμετάλλευση των αρχόντων.

Ηγέτης του είναι ο Τόμας Μίντσερ, ο οποίος κηρύττει ότι «οι αφέντες κάνουν μόνοι τους εχθρό τους τους φτωχούς. Αφού δεν θέλουν να καταργήσουν την αιτία της αναταραχής, πως μπορεί να βγει καλό στο τέλος; Αχ, αγαπητοί κύριοι, τι ωραία που θα τσακίσει ο Θεός όλα αυτά τα παλιοτεντζερικά με ένα σιδερένιο λοστό!¹ Όταν το λέω, θεωρούμαι ταραχοποιός. Ας είμαι!»²

Ο Λούθηρος, αρχικά ασκεί χλιαρή κριτική στην άρχουσα τάξη, κρατώντας αποστάσεις από το κίνημα των χωρικών. Τελικά, παρεμβαίνει στον πόλεμο που έχει ήδη ξεσπάσει, επικροτώντας το τσάκισμα των χωρικών από τους άρχοντες: «Πρέπει να τσακιστούν, να στραγγαλιστούν, να σφαχτούν φανερά ή κρυφά απ’ όποιον μπορεί να το κάνει, όπως θα σκότωνε κανείς ένα λυσσασμένο σκυλί.»³

Περισσότερα, για τον πόλεμο των χωρικών, μπορείτε να διαβάσετε στο κλασικό βιβλίο του Φρίντριχ Ένγκελς, «Ο Πόλεμος των Χωρικών στη Γερμανία» που κυκλοφορεί από την Σύγχρονη Εποχή (δείτε εδώ), αλλά και στο βιβλίο των εκδόσεων Ανάκαρα που περιέχει σχετικά κείμενα των Καρλ Κάουτσκυ, Ιγκόρ Σαφάρεβιτς και Ραούλ Βάνεγκεμ (δείτε εδώ).

Ένα συμπέρασμα που μπορεί να βγει από το κίνημα των χωρικών, αλλά κι από άλλα θρησκευτικά κινήματα με ριζοσπαστικές τάσεις στα κοινωνικά ζητήματα (Θαβωρίτες, Χουσίτες, Βαλδένσιοι, Σκαφτιάδες κ.λπ., ή το σύγχρονο κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης), είναι ότι η πίστη, εκτός από μηχανισμό ιδεολογικής καταστολής της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης («όπιο του λαού»), μπορεί να αποτελέσει και άσβεστο φιτίλι της προοπτικής που θα θελήσει να πολεμήσει την εκμετάλλευση, την ανισότητα και την αδικία.

1. Αναφορά του Μίντσερ στο Δευτερονόμιον 7:5-6.
2. Wilhelm Zimmerman, Bauernkrieg, II, σελ. 75
3. Από το τετρασέλιδο φυλλάδιο του Μαρτίνου Λούθηρου, με τίτλο «Κατά των ληστρικών και δολοφονικών ορδών των χωρικών» (Wilhelm Zimmerman, Bauernkrieg, III, σελ. 713).

Νίκος Μπελογιάννης: σαν τους πρώτους χριστιανούς

«Οι κομμουνιστές δεν είναι όργανα των ξένων. Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα. Ξεκίνησε μια φούχτα τον καιρό του Μαρξ, έφτασε σήμερα τα 800 εκατομμύρια και αύριο θα απλωθεί σε όλον τον κόσμο. Μπορεί ποτέ όργανα των ξένων να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μεγαλειώδες κίνημα; Ποιος ξένος πράκτορας δίνει με τέτοια απλοχεριά τη ζωή του, όπως τη δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές; Οι θυσίες αυτές μόνο με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών μπορεί να συγκριθούν. Αλλά και πάλι υπάρχει μια διαφορά, ότι ενώ οι χριστιανοί δέχονταν το μαρτύριο και το θάνατο, ελπίζοντας να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους μην ελπίζοντας σε τίποτα. Τη δίνουν για ν’ ανατείλει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο, ευτυχισμένο αύριο, που αυτοί δε θα το ζήσουν. Ποιο όργανο των ξένων μπορεί να προσφέρει τη ζωή του σ’ έναν τέτοιο μεγάλο σκοπό;»

—Απόσπασμα από την απολογία του Νίκου Μπελογιάννη

«Έχω συγκλονιστεί από το ηθικό μεγαλείο του Μπελογιάννη. Το θεωρώ ανώτερο και από των πρώτων χριστιανών, γιατί ο Μπελογιάννης δεν πιστεύει ότι υπάρχει μέλλουσα ζωή.»

—Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων