Αρχεία Ιστολογίου

Θεολογία της Απελευθέρωσης: Πράξη. Όχι μόνο θεωρία!

Ο πρωτοπόρος της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, Περουβιανός ιερέας, Γκουστάβο Γκουτίερες, τονίζει ότι τα συμπεράσματα στα οποία έχουν οδηγηθεί πολλοί μέσω της Απελευθέρωσης, πρέπει να τεθούν σε πράξη και όχι απλώς να μένουν στα λόγια. Στο βιβλίο του «Θεολογία της απελευθέρωσης»*, που είναι κοινώς αποδεκτό ως η καλύτερη συμπύκνωση αυτού του θεολογικού ρεύματος, αναφέρει:

«Η θεολογία της απελευθέρωσης, που επιδιώκει να ξεκινήσει από τη στράτευση για την κατάργηση της παρούσας κατάστασης αδικίας και για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, οφείλει να αποδεικνύει αυτά που ισχυρίζεται, θέτοντας σε πρακτική εφαρμογή τη στράτευσή της και συμμετέχοντας ενεργά και αποτελεσματικά στον αγώνα που έχουν αρχίσει τα θύματα της εκμετάλλευσης ενάντια στους εκμεταλλευτές τους. Η απελευθέρωση από κάθε είδους εκμετάλλευσης, η δυνατότητα μιας πιο ανθρώπινης και αξιοπρεπούς ζωής, η δημιουργία μιας νέας ανθρωπότητας περνούν αναγκαστικά μέσα από τον αγώνα.

Αλλά εντέλει δεν θα έχουμε δημιουργήσει μια γνήσια θεολογία της απελευθέρωσης παρά μόνο όταν οι ίδιοι οι καταπιεσμένοι μπορέσουν να αρθρώσουν ελεύθερα τον δικό τους λόγο και να εκφραστούν άμεσα και δημιουργικά στην κοινωνία και στους κόλπους του λαού του Θεού. Όταν οι ίδιοι «αντιληφθούν την ελπίδα» της οποίας είναι φορείς. Όταν εκείνοι διαχειριστούν τη δική τους απελευθέρωση. […] Αν ο θεολογικός στοχασμός δεν αναζωογονήσει τη δράση της χριστιανικής κοινότητας στον κόσμο, αν δεν κάνει πιο σαφή και ριζοσπαστική τη στράτευση της αγάπης, αν, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, δεν οδηγήσει την Εκκλησία στο να τοποθετηθεί απολύτως και ανεπιφύλακτα στο πλευρό των καταπιεζόμενων λαών και κοινωνικών τάξεων, αν δεν συμβούν όλα αυτά, τότε ο θεολογικός στοχασμός θα έχει πολύ μικρή χρησιμότητα. Ακόμα χειρότερα, δεν θα είναι χρήσιμος παρά μόνο για να δικαιολογήσει συμβιβασμούς και καταστάσεις υποτέλειας, σε μια προσπάθεια εξορθολογισμού της σταδιακής απομάκρυνσης της Εκκλησίας από το Ευαγγέλιο.«

Η Θεολογία της Απελευθέρωσης, αναδεικνύει όλα τα ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης. Από κει και πέρα, το ζήτημα είναι οι θρησκευόμενοι να ενεργήσουν με βάση τα συμπεράσματα που τους εφοδιάζει η Απελευθέρωση και όχι απλώς να αναλώνονται σε διαπιστώσεις. Το ζήτημα είναι να αγωνιστούν στο πλευρό το λαϊκού κινήματος που παλεύει για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας και την οικοδόμηση μιας κοινωνίας ισότητας και δικαιοσύνης χωρίς εκμετάλλευση και ιδιοποίηση-αρπαγή των καρπών του μόχθου του λαού.

Όπως ανέφερε και ο Καρλ Μαρξ στην ενδέκατη θέση του για τον Φόιερμπαχ: «Οι φιλόσοφοι έχουν απλά ερμηνεύσει τον κόσμο με διάφορους τρόπους. Το θέμα είναι να τον αλλάξουμε.»

*. Γκουστάβο Γκουτιέρες, “Θεολογία της απελευθέρωσης”, Άρτος Ζωής, Αθήνα 2012, σελ. 493-494.

Ένα τραγούδι για τον Όσκαρ Ρομέρο

“Η Εκκλησία δεν μπορεί να απουσιάζει από την πάλη για την απελευθέρωση. Αλλά η παρουσία της σε αυτή την πάλη για την ανόρθωση του ανθρώπου, και την απόδοση της αξιοπρέπειάς του πρέπει να μεταδίδει ένα μήνυμα και να είναι αληθινά αυθεντική παρουσία, παρουσία που θα έχει μέσα της το σπόρο της νίκης και θα οδηγεί στην επιτυχία.”

Ο Όσκαρ Ρομέρο ήταν Αρχιεπίσκοπος του Ελ Σαλβαδόρ από το 1977. Ως υποστηρικτής της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, ήταν ταγμένος στο πλευρό των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Δολοφονήθηκε στις 24 Μαρτίου 1980 την ώρα της Θείας Λειτουργίας από τα ακροδεξιά τάγματα θανάτου.

Παραθέτουμε ένα όμορφο τραγούδι για τον Όσκαρ Ρομέρο, που βρήκαμε στο ιστολόγιο Η Θεολογία Μεσοπέλαγα:

Φιντέλ Κάστρο: κοινά σημεία επαφής του χριστιανισμού με το σοσιαλισμό και τη λαϊκή εξουσία

Από την πιο πρόσφατη (17/2/2014) συνάντηση του Φιντέλ Κάστρο με τον Φράι Μπέττο.

Φράι Μπέττο: Το θεό που αρνείστε εσείς οι μαρξιστές-λενινιστές, τον αρνούμαι και εγώ: το θεό του κεφαλαίου, το θεό της εκμετάλλευσης, το θεό στο όνομα του οποίου έγινε ο ιεραποστολικός εκχριστιανισμός από την Ισπανία και την Πορτογαλία στη Λατινική Αμερική, με τη γενοκτονία των ιθαγενών, το θεό που δικαιολόγησε και καθαγίασε τους δεσμούς της Εκκλησίας με το αστικό Κράτος. Το θεό που σήμερα νομιμοποιεί στρατιωτικές δικτατορίες σαν του Πινοτσέτ. Αυτόν το θεό που εσείς αρνείστε, αυτόν τον θεό που ο Μαρξ στην εποχή του κατάγγειλε, τον αρνούμαστε και εμείς. Δεν είναι αυτός ο Θεός της Βίβλου, δεν είναι ο Θεός Ιησούς.

Τα βιβλικά κριτήρια για το ποιος πραγματικά εκπληρώνει τη θέληση του Θεού βρίσκονται στο κεφάλαιο 25 του κατά Ματθαίο: ἐπείνασα γάρ, καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψασα, καὶ ἐποτίσατέ μοι. Σήμερα μπορούμε να προσθέσουμε: Δεν είχα εκπαίδευση, και μου έφτιαξες σχολεία. Ήμουν άρρωστος, και μου έδωσες υγεία. Δεν είχα κατοικία, και μου έδωσες σπίτι. Και ο Ιησούς συμπεραίνει: ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε.

Μόλις ήρθα από μια συγκέντρωση με μια ομάδα Κουβανών χριστιανών φοιτητών. Κάποια στιγμή μου ζήτησαν να τους πω λίγα λόγια και ένας με ρώτησε πώς ένιωθα σαν χριστιανός μέσα σε μια κοινωνία όπου πολλοί είναι άθεοι. Τους είπα λοιπόν: Κοίτα, για μένα το πρόβλημα του αθεϊσμού δεν έχει σχέση με το μαρξισμό, είναι ζήτημα των χριστιανών. Ο αθεϊσμός υπάρχει, γιατί εμείς οι χριστιανοί ιστορικά δεν σταθήκαμε ικανοί να δώσουμε μια λογική μαρτυρία για την πίστη μας. Από κει, λοιπόν, ξεκινάει το πράγμα. Αναλύοντας την αναστροφή που έκανε η θρησκεία για να δικαιολογήσει την εκμετάλλευση της Γης στο όνομα μιας ανταμοιβής στον Ουρανό, εκεί αρχίζουν οι βάσεις που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τον αθεϊσμό.

Ήθελα να πω ότι, από την άποψη του Ευαγγελίου, η σοσιαλιστική κοινωνία που δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη ζωή του λαού, πραγματοποιεί ασυνείδητα αυτό που εμείς, οι άνθρωποι της πίστης, ονομάζουμε προγράμματα του Θεού στην ιστορία. 

Φιντέλ Κάστρο: Μερικά πράγματα που μου λες έχουν πολύ ενδιαφέρον. Και εγώ στις συζητήσεις μου με τους Βορειοαμερικάνους επισκόπους —που προκάλεσαν αυτή την ανταλλαγή απόψεων ανάμεσά μας— ξεκινούσα ακριβώς από τα κοινά αυτά σημεία στη διδασκαλία του χριστιανισμού, και που και σε εμάς τους ίδιους δίδασκαν όταν ήμασταν παιδιά και έφηβοι. Για παράδειγμα, η Εκκλησία κριτίκαρε την πλεονεξία. Ο σοσιαλισμός, ο μαρξισμός-λενινισμός, στηλιτεύει κι αυτός την πλεονεξία, θα μπορούσαμε σχεδόν να πούμε το ίδιο έντονα. Ο εγωισμός είναι κάτι από αυτά που εμείς κριτικάρουμε περισσότερο, κάτι που και η Εκκλησία κριτικάρει. Η φιλαργυρία είναι άλλη μια κριτική για την οποία έχουμε κοινά σημεία.

Εγώ μάλιστα πρόσθεσα στους επισκόπους, ότι εσείς έχετε ιεραποστόλους που πηγαίνουν στον Αμαζόνιο, για παράδειγμα, για να ζήσουν μαζί με τις κοινότητες των Ινδιάνων, ή που πηγαίνουν να δουλέψουν μαζί με τους λεπρούς. Πηγαίνετε και δουλεύετε με τους αρρώστους σε πολλά μέρη του κόσμου. Και εμείς έχουμε τους διεθνιστές. Δεκάδες χιλιάδες Κουβανοί εκπληρώνουν διεθνιστικές αποστολές. Τους ανέφερα το παράδειγμα των δασκάλων μας που πήγαν στη Νικαράγουα, 2.000 δάσκαλοι, που ζουν σε πολύ δύσκολες συνθήκες μαζί με τις αγροτικές οικογένειες. Δάσκαλοι και δασκάλες, που είναι το πιο ενδιαφέρον, γιατί σχεδόν το 50% αυτών των δασκάλων που πήγαν στη Νικαράγουα ήταν γυναίκες, πολλές είχαν οικογένεια, παιδιά. Αποχωρίζονταν την οικογένειά τους για δυο χρόνια για να πάνε στα πιο απομακρυσμένα μέρη, στα βουνά και στους αγρούς της Νικαράγουας, να ζήσουν εκεί που ζουν εκείνοι, σ’ ένα ταπεινό καλύβι, να τρέφονται όπως τρέφονται εκείνοι. Και μερικές φορές ξέρω ότι στο ίδιο σπίτι, κατά κανόνα, ζούσαν η οικογένεια, το ζευγάρι, τα παιδιά, ο δάσκαλος ή η δασκάλα και τα ζώα.

[…] Και έχουμε καθηγητές και δασκάλους σε χώρες της Αφρικής, όπως στην Αγκόλα, τη Μοζαμβίκη, την Αιθιοπία, ή της Ασίας, όπως στη Νότια Υεμένη. Έχουμε γύρω στους 1.500 γιατρούς που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στα πιο απομακρυσμένα μέρη του κόσμου, στην Ασία, την Αφρική, δεκάδες χιλιάδες συμπατριώτες σε διάφορα διεθνιστικά καθήκοντα.

Θύμισα στους επισκόπους, ότι αν η Εκκλησία έχει τους ιεραποστόλους, εμείς έχουμε τους διεθνιστές. Αν εσείς εκτιμάτε τούτο το πνεύμα αυτοθυσίας και άλλες ηθικές αξίες, αυτές είναι οι αξίες που εμείς εξάρουμε, τιμούμε και προσπαθούμε να προωθήσουμε στη συνείδηση των συμπατριωτών μας.

Τους είπα κάτι ακόμη: Αν η Εκκλησία επρόκειτο να δημιουργήσει ένα Κράτος σύμφωνα με τις αρχές αυτές, θα οργάνωνε ένα Κράτος σαν το δικό μας.

Φράι Μπέττο: Ναι, αλλά ελπίζω πως η Εκκλησία δεν θα έχει ξανά αυτή την πρόθεση, ότι η χριστιανοσύνη «της Δεξιάς» δεν θα είναι η χριστιανοσύνη «της Αριστεράς».

Φιντέλ Κάστρο: Ε, καλά, εγώ βέβαια δεν συμβούλευα τους επισκόπους να οργανώσουν Κράτος. Τους είπα, όμως, ότι αν το οργάνωναν σύμφωνα με τις χριστιανικές αντιλήψεις, θα οργάνωναν ένα κράτος παρόμοιο με το δικό μας.

Τους είπα: Για παράδειγμα, σίγουρα δεν θα επιτρέπατε και θα αποφεύγατε με κάθε τρόπο τα τυχερά παιχνίδια, σ’ ένα Κράτος που θα διέπεται από τις χριστιανικές αρχές. Εμείς εξαλείψαμε το παιχνίδι. Δεν θα επιτρέπατε την ύπαρξη ζητιάνων και εξαθλιωμένων στους δρόμους. Το δικό μας είναι το μοναδικό Κράτος της Λατινικής Αμερικής, όπου δεν υπάρχουν ούτε ζητιάνοι ούτε εξαθλιωμένοι. Δεν θα επιτρέπατε να υπάρχει παιδί εγκαταλελειμμένο. Σ’ αυτή τη χώρα δεν υπάρχει ούτε ένα τέτοιο παιδί. Δεν θα επιτρέπατε παιδί πεινασμένο. Σ’ αυτή τη χώρα δεν υπάρχει πεινασμένο παιδί. Δεν θα αφήνατε γέρο χωρίς βοήθεια, χωρίς περίθαλψη. Σ’ αυτή τη χώρα δεν υπάρχουν ηλικιωμένοι χωρίς βοήθεια, χωρίς περίθαλψη. Δεν θα επιτρέπατε την ιδέα μιας χώρας γεμάτης ανέργους. Σ’ αυτή τη χώρα δεν υπάρχουν άνεργοι. Δεν θα επιτρέπατε τα ναρκωτικά. Στη χώρα μας έχουν εξαλειφθεί. Δεν θα επιτρέπατε την πορνεία, έναν τρομερό θεσμό που υποχρεώνει τη γυναίκα να ζει πουλώντας το κορμί της. Στη χώρα μας η πορνεία έχει εξαλειφθεί, έχουν καταργηθεί οι διακρίσεις, έχουν δημιουργηθεί δυνατότητες δουλειάς για τη γυναίκα, ανθρώπινες συνθήκες, προωθείται κοινωνικά η γυναίκα. Καταπολεμήσαμε τη διαφθορά, την κλοπή, την υπεξαίρεση. Επομένως όλα αυτά τα πράγματα που καταπολεμήσαμε, όλα αυτά τα προβλήματα που λύσαμε, θα ήταν τα ίδια που θα προσπαθούσε να λύσει η Εκκλησία, αν επρόκειτο να οργανώσει ένα πολιτικό κράτος σύμφωνα με τους χριστιανικούς κανόνες.

Το παραπάνω κείμενο, είναι απόσπασμα από τις συνομιλίες του Φιντέλ Κάστρο με τον βραζιλιάνο καθολικό μοναχό και υποστηρικτή της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, Φράι Μπέττο, που έγιναν το 1985, όπως περιέχονται στο βιβλίο “Ο Φιδέλ και η Θρησκεία: συνομιλίες με τον Φράι Μπέττο” (εκδόσεις Γνώσεις, 1987, σελ. 279-283).

Ένα ανθολόγιο κειμένων της Θεολογίας της Απελευθέρωσης

Καμίλο Τόρες

Κολομβιανός ιερέας. Δολοφονήθηκε το 1966 από τον στρατό της Κολομβίας ενώ είχε ενταχθεί στο αντάρτικο του Εθνικού Απελευθερωτικού Στρατού (ELN).

«Η βία προέρχεται από αυτόν που αφαιρεί την μπουκιά από το στόμα του φτωχού και όχι από αυτόν που αμύνεται να συντηρηθεί στη ζωή.»¹

«Πιστεύω πως εκπληρώνω την αποστολή μου διεξάγοντας την επανάσταση, για το καλό των αδερφών μου, για την αγάπη στον πλησίον, και για το όφελος της πλειοψηφίας των Κολομβιανών. Νομίζω, πως ο πρώτος στόχος της επανάστασης, πρέπει να είναι, το να πάρει η εργατική τάξη την εξουσία… Θα έχουμε προβλήματα, κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες, επειδή η αστική τάξη της Κολομβίας έχει ισχυρούς δεσμούς με τα αμερικανικά συμφέροντα… Νομίζω πως μπορώ να συνεργαστώ με τους κομμουνιστές, επειδή πιστεύω πως οι κομμουνιστές έχουν επαναστατικά στοιχεία… Πρέπει να ρωτήσουμε την ολιγαρχία, το πώς σχεδιάζει να παραδώσει την εξουσία. Αν το πράξει με ειρηνικό τρόπο, εμείς θα την πάρουμε με ειρηνικό τρόπο, αλλά αν το πράξει μόνο μέσω της βίας, τότε θα την πάρουμε με βίαιο τρόπο. Όταν ο λαός αποφασίσει να παλέψει ως το τέλος, δεν μπορεί να υπάρξει υλική δύναμη που θα είναι μεγαλύτερη, από τη δύναμη ενός λαού που ποθεί την ελευθερία του.»²

«Εμείς οι Χριστιανοί μπορούμε και πρέπει να αγωνιζόμαστε εναντίον της τυραννίας. Η σημερινή κυβέρνηση λ.χ. στην Κολομβία είναι τυραννική, γιατί στηρίζεται μόνο στο 20% των εκλογέων της και γιατί οι αποφάσεις προέρχονται από τις προνομιούχες μειονότητες. Οι Χριστιανοί όμως, δυστυχώς ενεργούν όπως οι στωικοί και μένουν αδρανείς απέναντι σε αυτήν την κατάρρευση, την ηθική και την πνευματική, ακόμα και την κοινωνικοπολιτική, η οποία φαίνεται πως δεν τους ενδιαφέρει. Με την επανάσταση, μια λέξη, που δεν φαίνεται τόσο εύηχη στα αυτιά πολλών, που διακρίνονται για τη σεμνοτυφία και τη στωική απραξία, οφείλουμε όλοι μας σα χριστιανοί που είμαστε, να γνωρίσουμε ότι έχουμε υψίστη υποχρέωση και ιερό καθήκον να θεμελιώσουμε ένα σύστημα κοινωνικής ζωής και σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων τέτοιο, που να βασίζεται στην αγάπη για τον πλησίον.»¹

Read the rest of this entry

Ο Φιντέλ Κάστρο για το αν η θρησκεία είναι το «όπιο του λαού».

Φράι Μπέττο: Στο κομμουνιστικό κίνημα υπήρξαν κάποιοι άνθρωποι που χρησιμοποίησαν μια φράση του Μαρξ, η οποία βρίσκεται στο κείμενο «Για την Κριτική της Χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Δικαίου», που λέει ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Η φράση αυτή έγινε ολοκληρωτικό, απόλυτο, μεταφυσικό δόγμα, έξω από κάθε διαλεκτική.

Τον Οκτώβριο του 1980, για πρώτη φορά στην ιστορία, ένα επαναστατικό κόμμα που βρίσκεται στην εξουσία, το Σαντινιστικό Μέτωπο Εθνικής Απελευθέρωσης, εξέδωσε ένα ντοκουμέντο πάνω στη θρησκεία, όπου γίνεται κριτική σ’ αυτό, αν το πάρει κανείς σαν απόλυτη αρχή. Λέει, λέξη προς λέξη: «Μερικοί έχουν βεβαιώσει ότι η θρησκεία αποτελεί ένα μηχανισμό αλλοτρίωσης των ανθρώπων, που χρησιμεύει στη δικαιολόγηση της εκμετάλλευσης μιας τάξης από μια άλλη. Η πιστοποίηση αυτή έχει χωρίς αμφιβολία ιστορική αξία, στο βαθμό που σε διάφορες ιστορικές εποχές η θρησκεία χρησίμευσε σαν θεωρητικό στήριγμα της πολιτικής κυριαρχίας. Αξίζει να θυμίσουμε το ρόλο που έπαιξαν οι ιεραπόστολοι στη διαδικασία της κυριαρχίας και της αποικιοκρατίας σε βάρος των ιθαγενών στη χώρα μας. Χωρίς αμφιβολία, εμείς οι Σαντινίστας βεβαιώνουμε, ότι η δική μας πείρα δείχνει, πως όταν οι χριστιανοί, στηριγμένοι στην πίστη τους, μπορέσουν να απαντήσουν στις ανάγκες του λαού και της ιστορίας, οι ίδιες τους οι πεποιθήσεις τούς ωθούν στη συμμετοχή στην Επανάσταση. Η πείρα μας δείχνει, ότι μπορεί κανείς να είναι πιστός και ταυτόχρονα συνεπής επαναστάτης και ότι δεν υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στα δυο».

Κομαντάντε, σας ρωτάω, εσείς πιστεύετε ότι η θρησκεία είναι το όπιο των λαών;

Φιντέλ Κάστρο: Σου εξήγησα αρκετή ώρα χτες, κάτω από ποιες ιστορικές συνθήκες γεννήθηκαν ο σοσιαλισμός, το σοσιαλιστικό κίνημα και οι ιδέες του επαναστατικού σοσιαλισμού, του μαρξισμού-λενινισμού. Πως σ’ εκείνη την ταξική κοινωνία άγριας και απάνθρωπης εκμετάλλευσης αιώνες ολόκληρους, χρησιμοποιήθηκε η Εκκλησία και η θρησκεία σαν όργανο κυριαρχίας, εκμετάλλευσης, καταπίεσης, πώς γεννήθηκαν οι τάσεις και η σκληρή, δικαιολογημένη κριτική απέναντι στην Εκκλησία και μάλιστα στην ίδια τη θρησκεία. Έλα στη θέση ενός επαναστάτη που συνειδητοποιεί τον κόσμο αυτό και θέλει να τον αλλάξει. Φαντάσου, από την άλλη μεριά, τους θεσμούς, τους γαιοκτήμονες, τους ευγενείς, τους αστούς, τους πλούσιους, τους μεγαλέμπορους, την ίδια την Εκκλησία, όλους πρακτικά σε αγαστή συμφωνία για να εμποδίσουν τις κοινωνικές αλλαγές. Ήταν πολύ λογικό, από τη στιγμή μάλιστα που η θρησκεία χρησιμοποιήθηκε σαν όργανο κυριαρχίας, να έχουν οι επαναστάτες αντικληρική θέση και μάλιστα αντιθρησκευτική. Μπορώ θαυμάσια να καταλάβω τις συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε αυτή η φράση.

Όταν όμως ο Μαρξ δημιούργησε τη Διεθνή των εργατών, απ’ ό,τι ξέρω μέσα σ’ αυτήν υπήρχαν πολλοί χριστιανοί. Απ’ ό,τι γνωρίζω, στην Παρισινή Κομμούνα, ανάμεσα σ’ αυτούς που πάλεψαν και σκοτώθηκαν, υπήρχαν πολλοί χριστιανοί. Και δεν υπάρχει ούτε μια φράση του Μαρξ που να αποκλείει αυτούς τους χριστιανούς από τη γραμμή ή την ιστορική αποστολή να κάνουν την κοινωνική επανάσταση. Αν προχωρήσουμε λίγο παραπέρα, και θυμηθούμε όλες τις συζητήσεις που έγιναν γύρω από το πρόγραμμα του Μπολσεβίκικου Κόμματος που ίδρυσε ο Λένιν, δεν θα βρεις ούτε μια λέξη που να αποκλείει τους χριστιανούς από το Κόμμα. Μπαίνει το ζήτημα της αποδοχής του Προγράμματος του Κόμματος σαν προϋπόθεση για να γίνει κανείς μέλος.

Αυτό σημαίνει ότι πρόκειται για μια φράση, ή για ένα σύνθημα, ή για μια τοποθέτηση, που έχει ιστορική αξία και είναι απόλυτα σωστή στη συγκεκριμένη στιγμή. Στη σημερινή κατάσταση, μπορεί να υπάρξουν συνθήκες που να είναι έκφραση κάποιας πραγματικότητας. Σε οποιαδήποτε χώρα, όπου η καθολική ιεραρχία ή η ιεραρχία οποιασδήποτε άλλης Εκκλησίας, είναι στενά δεμένη με τον ιμπεριαλισμό, τη νεοαποικιοκρατία, την εκμετάλλευση των λαών και των ανθρώπων, την καταπίεση, δεν θα πρέπει κανείς να παραξενευτεί, αν στη χώρα αυτή επαναλάβει κάποιος ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού. Το ίδιο καλά καταλαβαίνει κανείς τους Νικαραγουανούς, που λόγω της πείρας τους και της θέσης των Νικαραγουανών ιερωμένων, κατέληξαν στο συμπέρασμα, και κατά τη γνώμη μου έχουν κι αυτοί πολύ δίκιο, ότι με αφετηρία την πίστη τους οι πιστοί μπορούσαν να πάρουν επαναστατικές θέσεις κι ότι δεν είναι απαραίτητο να υπάρχει αντίθεση ανάμεσα στην ιδιότητα του πιστού και την ιδιότητα του επαναστάτη. Ωστόσο, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, σε καμία περίπτωση βέβαια, η φράση αυτή δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα δόγματος ή απόλυτης αλήθειας. Είναι αλήθεια που πρέπει να προσαρμόζεται στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Πιστεύω ότι είναι απόλυτα διαλεκτικό, απόλυτα μαρξιστικό να βγάλουμε αυτό το συμπέρασμα.

Κατά τη γνώμη μου, η θρησκεία μ’ αυτή την έννοια, από πολιτική άποψη, δεν είναι ούτε όπιο ούτε πανάκεια. Μπορεί να είναι όπιο ή πανάκεια, στο βαθμό που χρησιμοποιείται και εφαρμόζεται για να υπερασπίσει τους καταπιεστές και εκμεταλλευτές ή τους καταπιεσμένους, τα θύματα εκμετάλλευσης· εξαρτάται από τον τρόπο που θίγονται τα πολιτικά, κοινωνικά ή υλικά προβλήματα του ανθρώπινου όντος, που ανεξάρτητα από θεολογία και θρησκευτικές πεποιθήσεις γεννιέται και πρέπει να ζήσει σ’ αυτό τον κόσμο.

Από μια αυστηρά πολιτική θέση —και νομίζω πως κάτι ξέρω από πολιτική— πιστεύω ότι μπορεί κανείς να είναι μαρξιστής χωρίς να σταματήσει να είναι χριστιανός και να δουλεύει μαζί με έναν μαρξιστή κομμουνιστή για να μεταβάλει τον κόσμο. Το σημαντικό είναι και στις δυο περιπτώσεις να πρόκειται για ειλικρινείς επαναστάτες, πρόθυμους να εξαλείψουν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και να αγωνιστούν για τη δίκαιη κατανομή του κοινωνικού πλούτου, την ισότητα, την αδελφοσύνη, την αξιοπρέπεια όλων των ανθρώπινων όντων. Να είναι, δηλαδή, φορείς της πιο προωθημένης πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής συνείδησης, αν και στην περίπτωση των χριστιανών η αφετηρία είναι η θρησκευτική αντίληψη.

Το παραπάνω κείμενο, είναι απόσπασμα από τις συνομιλίες του Φιντέλ Κάστρο με τον βραζιλιάνο καθολικό μοναχό και υποστηρικτή της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, Φράι Μπέττο, που έγιναν το 1985, όπως περιέχονται στο βιβλίο “Ο Φιδέλ και η Θρησκεία: συνομιλίες με τον Φράι Μπέττο” (εκδόσεις Γνώσεις, 1987).

«Πάτερ ημών, των μαρτύρων…»

Ένας πολύ όμορφος βραζιλιάνικος χριστιανικός ύμνος, σαφώς επηρεασμένος από το κίνημα της Θεολογίας της Απελευθέρωσης.

Ελεύθερη απόδοση:

Πάτερ ημών, των περιθωριοποιημένων φτωχών
Πάτερ ημών, των μαρτύρων, των βασανισμένων
Το όνομά σου αγιάζεται από όσους πεθαίνουν υπερασπιζόμενοι την ζωη
Το όνομά σου δοξάζεται όταν η δικαιοσύνη είναι το μέτρο μας
Η βασιλεία σου είναι ελευθερία, αδελφοσύνη, ειρήνη και κοινωνία
Ανάθεμά σε όλη τη βία που κατατρώει τη ζωή με την καταπίεση

Θέλουμε να κάνουμε το θέλημά σου, ο Θεός είναι ο αληθινός απελευθερωτής
Εμείς δεν θα ακολουθήσουμε τα διεφθαρμένα δόγματα της καταπιεστικής εξουσίας
Ζητάμε από Εσένα τον άρτο της ζωής, τον άρτο της ασφάλειας, τον άρτο για τα πλήθη
Τον άρτο που οδηγεί την ανθρωπότητα, που κτίζει ανθρώπους αντί για όπλα

Συγχώρεσέ μας όταν σιωπούμε μπροστά στο φόβο του θανάτου,
Συγχώρεσε και κατάστρεψε τα βασίλεια όπου η διαφθορά είναι ισχυρότερη.
Προστάτεψέ μας από τη σκληρότητα των ταγμάτων του θανάτου, από αυτούς που εξουσιάζουν
Πάτερ ημών, επαναστατικέ συνεργάτη των φτωχών, Θεέ των καταπιεσμένων
Πατέρα ημών, επαναστατικέ συνεργάτη των φτωχών, Θεέ των καταπιεσμένων

Πάτερ ημών, των περιθωριοποιημένων φτωχών
Πάτερ ημών, των μαρτύρων, των βασανισμένων

Η Θεολογία της Απελευθέρωσης στη ζωή της Βίβλου

Παραθέτουμε ένα κείμενο του Gil Dawes, Αμερικανού πάστορα μιας ενορίας η οποία άνηκε στην Ενιαία Μεθοδιστική Εκκλησία (United Methodist Church). Ο Dawes ήταν σαφώς επηρεασμένος απ’ τη Θεολογία της Απελευθέρωσης. Στο κείμενο αυτό, διηγείται την, πολύ ενδιαφέρουσα και γεμάτη διδάγματα, ιστορία της τοπικής εκκλησίας του στην Αϊόβα των ΗΠΑ. Το κείμενο είναι από το βιβλίο «Αριστερά και Θρησκεία – Η Θεολογία της Απελευθέρωσης», που κυκλοφόρησε το 1984 απ’ τη «Μηνιαία Επιθεώρηση».

Επί δεκατρία χρόνια, μια τοπική Ενιαία Μεθοδιστική ενορία στο Καμάντσε στην πολιτεία Αϊόβα, συμπαραστάθηκε ενεργά σε διάφορους τοπικούς, εθνικούς και διεθνείς αγώνες απελευθέρωσης.
  • Ξανά και ξανά η ενορία κατήγγειλε και διαδήλωσε ενάντια στον πόλεμο στο Βιετνάμ.
  • Μέλη της ενορίας οργάνωσαν τοπικές πικετοφορίες σε συμπαράσταση των Γηγενών Αμερικάνων στο Γούντεντ Νη.
  • Ο πάστορας, μαζί με άλλα μέλη της ενορίας, πήγε στο Ουισκόνσιν για να συμπαρασταθεί σε μια ομάδα της φυλής Μενομινή που είχε καταλάβει ένα συγκρότημα κελιών δοκίμων Ρωμαιοκαθολικών μοναχών.
  • Μέλη της ενορίας οργάνωσαν πικετοφορίες στα πολυκαταστήματα της περιοχής για το μποϋκοτάρισμα ορισμένων προϊόντων (Farah slacks).
  • Η ενορία συγκέντρωσε και απέστειλε σημαντική οικονομική υποστήριξη στο Πατριωτικό Μέτωπο στο Ζιμπάμπουε.
  • Το 1979 το Συνέδριο της Οργάνωσης Πολιτείας του Κομμουνιστικού Κόμματος πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Αδελφότητας της εκκλησίας.
  • Η ενορία υποστήριξε μια τοπική ανεπίσημη απεργία, και, αργότερα, μια απεργία διαρκείας, που κράτησε έναν ολόκληρο χρόνο, με πικετοφορίες, οικονομική υποστήριξη και διαφώτιση της κοινής γνώμης.
  • Σε σχέση με την παραπάνω απεργία, φιλοξένησε την Άντζελα Νταίηβις στην εκκλησία, όταν ήλθε για μια εκδήλωση συμπαράστασης στο σωματείο.
  • Ο πάστορας ξυλοκοπήθηκε από την αστυνομία, συνελήφθη με τις κατηγορίες διασάλευσης της τάξεως και αντίστασης κατά της αρχής, δικάστηκε και αθωώθηκε από τους ενόρκους, ενώ σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας είχε την ολόψυχη συμπαράσταση της ενορίας του.

Η εκκλησία του Αγίου Μάρκου, σήμερα

Τα παραπάνω δεν αποτελούν βέβαια τον πλήρη κατάλογο των δραστηριοτήτων, αλλά είναι ενδεικτικά του εύρους και του βάθους των ενδιαφερόντων και του τρόπου ανταπόκρισης αυτής της ενορίας. Σαν αποτέλεσμα αυτών των δραστηριοτήτων το όνομά της (Σαιντ Μαρκ’ς – Αγίου Μάρκου) προφερόταν από τους φίλους της με έμφαση στο κάππα, σαν Σαιντ Μαρξ. Οι εχθροί της την αποκαλούσαν “εκείνη η εκκλησία με τα κομμούνια”.

Γενικά μια τέτοιου είδους περιγραφή είναι πραγματικά ανήκουστη για μια εκκλησία στις ΗΠΑ. Θα μπορούσε ίσως να ισχύσει για μια από τις μεγάλες, πολυμελείς και πλούσιες εκκλησίες της Δυτικής Ακτής, ή για κάποια ενορία πανεπιστημιούπολης στις μεγαλουπόλεις. Αλλά η εκκλησία για την οποία γίνεται λόγος λειτουργούσε σε πολύ διαφορετικές συνθήκες. Ήταν μια ομάδα 170 ανθρώπων σε μια μικρή πόλη με 5.000 κατοίκους στην καρδιά της Ζώνης της Βίβλου. Η Ζώνη αυτή αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης βιομηχανοποιημένης περιοχής κατά μήκος του ποταμού Μισισιπή, η οποία είναι γνωστή για τις αντιδραστικές της παραδόσεις.

Η ύπαρξη αυτής της προοδευτικής Χριστιανικής κοινότητας σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν ήταν βέβαια ένα είδος “ανωμαλίας της φύσης” ούτε πολύ περισσότερο προϊόν της τύχης. Ήταν το αποτέλεσμα συγκεκριμένου σχεδιασμού, σκληρής δουλειάς, και μακροχρόνιας, συστηματικής προσπάθειας ενάντια σε αδίστακτους αντιπάλους.

Η περιοχή αυτή στη διάρκεια της ιστορίας δεν ήταν πάντοτε συντηρητική ή αντιδραστική. Η Αϊόβα αποτελούσε τμήμα του κινήματος για την κατάργηση της δουλείας κατά την περίοδο πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο (1861-64). Μια από τις κύριες αρτηρίες φυγάδευσης ήταν ο ποταμός Μισισιπής, και η περιοχή Κλίντον ένας από τους σταθμούς της. Η Εκκλησία των Μεθοδιστών διασπάσθηκε πάνω στο ζήτημα της δουλείας 15 χρόνια πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο, και δεν συνενώθηκε σ’ ενιαίο δόγμα παρά μόνο το 1939, σχεδόν εκατό χρόνια μετά τη διάσπαση. Η τοπική Μεθοδιστική ενορία στο Καμάντσε συναθροίστηκε για πρώτη φορά το 1839, μ’ έναν επισκέπτη πάστορα που περιέτρεχε ολόκληρη την περιοχή. Δεν έχουμε όμως καμιά ένδειξη σχετικά με τη στάση της ενορίας ως προς το ζήτημα της δουλείας.

Στις αρχές του αιώνα η περιοχή είχε χωριστεί σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα γύρω από πολλά ζητήματα, ένα από τα οποία ήταν και το ζήτημα της δουλείας. Η περίοδος Ανόρθωσης μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο είχε φέρει στο προσκήνιο την Κου-Κλουξ-Κλαν, όχι μόνο στο Νότο αλλά και στις βορεινές παραποτάμιες περιοχές. Στόχος των επιθέσεών της δεν ήταν μόνο οι λιγοστοί μαύροι κάτοικοι αλλά ένας ολόκληρος πληθυσμός Καθολικών μεταναστών και οι αυξανόμενες κινήσεις για συνδικαλιστική οργάνωση. Από τη μια πλευρά αυτής της σύγκρουσης ήταν ένα σοσιαλιστικό κίνημα που γέννησε δυο τοπικές εφημερίδες (“Ointon County Socialist” και “Merry War”) και εξέλεξε αντιπροσώπους στο δημοτικό συμβούλιο. Από την άλλη πλευρά, μαζί με την ΚΚΚ, ήταν ο Αμερικάνικος Προστατευτικός Σύνδεσμος (American Protective Association) που συγκροτήθηκε στο Κλίντον της Αϊόβα, και αργότερα εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρη τη χώρα. Δημιούργημα ενός αντιδραστικού επιχειρηματικού τομέα, η οργάνωση αυτή κατάρτισε “μαύρες λίστες” που χρησιμοποιήθηκαν από τον Γενικό Εισαγγελέα Πάλμερ για να συλλάβει, να προφυλακίσει και, σε πολλές περιπτώσεις, να εκτοπίσει κάπου 10.000 συνδικαλιστές.

Παρόλο που η συνδικαλιστική οργάνωση ξεκίνησε γύρω στις αρχές του αιώνα και τα σωματεία διατήρησαν μια έντονη παρουσία στην περιοχή, η δύναμη του τοπικού κατεστημένου, σε συνδυασμό με τους πολιτειακούς νόμους της Αϊόβα ”περί του δικαιώματος της εργασίας”, τελικά επιβλήθηκε ώστε σήμερα η περιοχή να αποτελεί ένα από τα οχυρά του επιχειρηματικού κόσμου. Κάθε ανάμνηση του σοσιαλιστικού κινήματος έσβησε. Μετά τη Μακαρθική περίοδο μάλιστα η περιοχή αποτελούσε ένα από τα τυπικά παραδείγματα “αγνού αμερικανισμού”. Οι εκκλησίες εκεί δεν φαίνεται να έκαναν τίποτε το ξεχωριστό, πέρα από τη συνήθη ηθικοπλαστική συμμετοχή στο στάτους κβο.

Η εκκλησία στο Καμάντσε ήταν μια μικρή ενορία μιας μικρής κηπούπολης, και αποτελούνταν κυρίως από εργάτες, μερικούς επαγγελματίες και λιγοστούς διοικητικούς υπάλληλους και αγρότες. Παρέπαιε ανάμεσα σ’ έναν καθαρό θρησκευτικό συντηρητισμό και σ’ έναν συγκεχυμένο κοινωνικό φιλελευθερισμό, ανάλογα με τις απόψεις του εκάστοτε πάστορα. Σαν διορισμός δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα ευνοϊκός. Η θέση δεν αφορούσε μόνο την ενορία του Καμάντσε, γιατί από την ίδρυσή της μέχρι το 1971 μοιράζονταν τον πάστορα με τουλάχιστον άλλη μια εκκλησία. Καθώς όμως η πόλη άρχισε να μεγαλώνει σαν “υπνοδωμάτιο” της ευρύτερης περιοχής του Κλίντον, η ηγεσία του δόγματος αποφάσισε να προβιβάσει την ενορία και να αποστείλει έναν πάστορα αποκλειστικά για το Καμάντσε, μαζί με ιεραποστολική υποστήριξη για το ξεκίνημα. Ήταν ακριβώς τότε που διορίστηκα εγώ σ’ αυτή τη θέση του πάστορα. Το γεγονός δεν θεωρήθηκε και πολύ σημαντικό για την ενορία, ούτε και κάποια ιδιαίτερη τιμή για μένα. Το Καμάντσε ήταν, κατά γενική εκτίμηση, μια πολιτιστική έρημος, και εγώ, που μόλις είχα επιστρέψει από τη Λατινική Αμερική, είχα αρχίσει να επικρίνω δημόσια την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ. Κατά κάποιο τρόπο η ιεραρχία του δόγματος ήταν της γνώμης ότι της ενορίας της άξιζε κάποιος σαν κι εμένα, και εμένα μου άξιζε μια τέτοια ενορία!

Από τη δική μου σκοπιά, η θητεία μου στο Καμάντσε ήταν ένα πείραμα για να δω αν οι Χριστιανοί σ’ ένα χαρακτηριστικά “αμερικάνικο” περιβάλλον μιας μικρής πόλης των ΗΠΑ, θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στο μήνυμα του Ευαγγελίου μέσα από την ερμηνεία της θεολογίας της απελευθέρωσης. Ένιωθα πως “αν λειτουργούσε στο Καμάντσε”, τότε θα μπορούσε να λειτουργήσει παντού. Δεν ήταν ένα ακαδημαϊκό πείραμα, αλλά κάτι που με απασχολούσε και στο οποίο είχα συμμετάσχει ενεργά επί πολλά χρόνια. Ήξερα πως οι Χριστιανοί στη Λατινική Αμερική ανταποκρίνονταν σ’ αυτό το μήνυμα, αλλά δεν ήξερα αν οι Βορειο-αμερικάνοι, εφόσον τους παρεχόταν μια ανάλογη ευκαιρία θα έκαναν το ίδιο. Ήταν στ’ αλήθεια η τοπική εκκλησία μια χαμένη υπόθεση, όπως έμοιαζαν να πιστεύουν οι περισσότεροι προοδευτικοί Χριστιανοί και μη-Χριστιανοί, ή ήταν ένα πεδίο που δεν είχε δοκιμαστεί τόσο από θεολογική όσο και από ιδεολογική άποψη; Έπρεπε να βρω την απάντηση μόνος μου. Μου ήταν αδύνατο, είτε από Χριστιανική είτε από Μαρξιστική σκοπιά, να δεχτώ να χαραμίσω τη ζωή μου σε κάτι ανούσιο, κάτι που θα ήταν άχρηστο ως προς τα δύο ετούτα οράματα.

“Χρήσιμο” δεν σήμαινε για μένα να δράσω ατομιστικά σαν τον “φτωχό και μόνο καουμπόυ”. Σήμαινε να διαμορφώσω μια κοινότητα πίστης και δράσης. Γνωρίζοντας τις θρησκευτικές ρίζες αυτής της χώρας, κι έχοντας μεγαλώσει στην Αϊόβα, ήμουνα πεισμένος πως η προσπάθεια αυτή όχι μόνο άξιζε τον κόπο, αλλά ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Μου ήταν απολύτως καθαρό πως αν δεν γινόταν κάποιου είδους θρησκευτικο-πολιτική σύνδεση, ο Συντηρητικός προτεσταντισμός (φονταμενταλισμός) είχε την εξαιρετικά επικίνδυνη δυνατότητα να μετατραπεί σε μυθολογική βάση ενός Αμερικάνικου Φασισμού. Στη Ναζιστική Γερμανία το μυθολογικό στοιχείο του φασισμού ήταν οι μύθοι των Γερμανικών φύλων, αλλά εδώ ο ρόλος αυτός ανήκει οπωσδήποτε στο Συντηρητικό Χριστιανισμό. Είχα δει αυτό τον Βορειοαμερικάνικο προτεσταντικό Συντηρητισμό να λειτουργεί σαν ανοιχτός θρησκευτικός ιμπεριαλισμός στη Λατινική Αμερική όπου χρησίμευε για τη δικαίωση και διαιώνιση της καπιταλιστικής κυριαρχίας και της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ. Ήταν λοιπόν πολύ σημαντικό τουλάχιστον να σπάσει το μονοπώλιο του Συντηρητισμού πάνω στα σύμβολα και τους μύθους. Έτσι το Καμάντσε ήταν η δοκιμασία για ορισμένα πολύ κρίσιμα και μακρόπνοα ζητήματα.

Το πρώτο πράγμα που έκανα στο Καμάντσε ήταν να τοποθετήσω Βίβλους στα στασίδια, έτσι ώστε οι εκκλησιαζόμενοι όχι μόνο ν’ ακούν αλλά και να βλέπουν τα κείμενα. Είπα: “Δεν θα πιστέψετε αυτά που θα ακούσετε παρά μόνο όταν τα δείτε με τα ίδια σας τα μάτια!” Όποτε διάβαζα από τις Γραφές, στο κήρυγμα της Κυριακής, φρόντιζα να εντάξω το κείμενο στο ευρύτερο του πλαίσιο. Έπρεπε να σταματήσει πια εκείνη η συνήθεια των προτεσταντών Συντηρητιστών να κολλάνε ξεκάρφωτα εδάφια εκτός συμφραζόμενων! Με το ”ευρύτερο πλαίσιο” δεν εννοώ μονάχα τη θέση του μέσα στη Βίβλο αλλά και την ιστορική στιγμή και τη συγκεκριμένη ανησυχία απ’ όπου ξεπήδησε το αναφερόμενο κείμενο. Από αυτή την προσέγγιση των Γραφών, και από τον εντοπισμό των κοινωνικο-οικονομικών και ιστορικών συνθηκών όπου γεννήθηκε αυτός ο Λόγος, φάνηκε πολύ καθαρά ότι εδώ αντιμετωπίζαμε τη Βίβλο με πολύ μεγαλύτερη σοβαρότητα. Γιατί δεν επρόκειτο ούτε για τον παλιό Συντηρητικό φιλολογισμό του “τσιμπολογήματος φράσεων” ούτε για τη φιλελεύθερη “θεματική” προσέγγιση. Όταν πια αυτό έγινε κατανοητό, προχωρήσαμε στο ερώτημα γύρω από το νόημα του κειμένου σε σχέση με τη σημερινή μας ιστορική κατάσταση.

Προφανώς, μια τέτοια διαφορετική προσέγγιση δεν είναι κάτι που μπορεί να συμβεί σαν αποτέλεσμα μερικών εικοσάλεπτων εβδομαδιαίων κηρυγμάτων. Ακόμα κι αν μετά από κάθε κήρυγμα υπάρχει, όπως φρόντιζα πάντα να υπάρχει, χρόνος για ερωτήσεις και διευκρινήσεις σχετικά με το κείμενο της Βίβλου και την ερμηνεία του, η δουλειά αυτή από μόνη της δεν επαρκεί. Από την ανάγκη για παραπέρα σκέψη και συζήτηση, προήλθαν οι εβδομαδιαίες συναντήσεις της ομάδας μελέτης, κάθε Τετάρτη. Σ’ αυτές τις συναντήσεις, η πρώτη ώρα αφιερώνονταν στη μελέτη του βιβλικού κειμένου που θα χρησίμευε ως βάση για το κήρυγμα της επόμενης Κυριακής. Διαβαζόταν δυνατά, ύστερα δινόταν το ιστορικό πλαίσιο και ορισμένες διευκρινήσεις, και τέλος συζητούσαμε το νόημα και τη σημασία του τόσο στο αρχικό του πλαίσιο όσο και στη σημερινή εποχή. Οι ιστορικές πληροφορίες περιλάμβαναν πράγματα όπως το γεγονός ότι η εποχή του Μωυσή ήταν μια περίοδος εξέγερσης των σκλάβων στην Αυτοκρατορική Αίγυπτο, ότι ο Ιησούς έζησε σε μια περίοδο παρατεταμένου αγώνα ενάντια στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ότι η Προτεσταντική Μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν δεν εξεταστεί μέσα από το πρίσμα ενός ταξικού πολέμου που περιλαμβάνει την Εξέγερση των Χωρικών. Η αξία όλων αυτών δεν ήταν απλώς το ότι τα μέλη της ενορίας άκουγαν μια πιο εκτεταμένη ανάλυση των δικών μου απόψεων, αλλά το ότι όλοι μαζί προχωρούσαμε σε μια βαθύτερη κατανόηση των θεολογικών καταβολών μας. Εγώ διδασκόμουν απ’ αυτούς, κι εκείνοι δίδασκαν ο ένας τον άλλον, και σε πολλές περιπτώσεις οι παρατηρήσεις τους και οι ερωτήσεις τους με έκαναν να αλλάζω ορισμένα στοιχεία του κηρύγματος της επόμενης Κυριακής.

Τη δεύτερη ώρα των συναντήσεων γινόταν συζήτηση και ανάλυση των πρόσφατων γεγονότων και εξελίξεων. Η ερώτηση με την οποία ξεκινάγαμε ήταν: ”Τί σημαντικά πράγματα συνέβησαν στην περιοχή μας, στη χώρα μας και σ’ ολόκληρο τον κόσμο αυτή την εβδομάδα;” Η λέξη κλειδί εδώ είναι, βέβαια, η λέξη “σημαντικά”. Γιατί σήμαινε ότι έπρεπε να μάθουμε να ξεχωρίζουμε το σημαντικό από το ασήμαντο. Σιγά-σιγά, καθώς οι άνθρωποι τη μια βδομάδα μετά την άλλη πρότειναν ο καθένας τους εκείνο που νόμιζε σημαντικό, συμμετέχοντας σε μια ανοιχτή συζήτηση, ξεχώρισαν ή διαμορφώθηκαν κάποιες απόψεις που αποδείχτηκαν ακριβείς και χρήσιμες σαν ερμηνείες του τί συνέβαινε, ενώ άλλες εγκαταλήφθηκαν. Αυτό σήμαινε ότι σε εβδομαδιαία βάση περνάγαμε όλοι μαζί από μια διαδικασία ιδεολογικού μετασχηματισμού. Όταν άρχισαν να εντοπίζονται γενικότερες τάσεις, θέτοντας ερωτήματα για τα οποία δεν είχαμε επαρκείς απαντήσεις, προχωρούσαμε σε μια μελέτη του συγκεκριμένου ζητήματος. Ένα από αυτά τα ζητήματα που ανέκυψε πολλές φορές ήταν η έλλειψη πληροφοριών για τα άλλα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά συστήματα. Έτσι μελετήσαμε το ”Εισαγωγή στο Σοσιαλισμό” των Χούμπερμαν και Σουήζυ, το ”Παγκόσμια Πείνα: Δέκα μύθοι” των Λαπέ και Κόλλινς, το ”Λαοί και Συστήματα” μια μελέτη για τις ΗΠΑ, τη Λ.Δ. Κίνας, την Τανζανία και την Κούβα, και το ”Ο Εχθρός” του Φελίξ Γκρην.

Αυτές οι δυο πλευρές της ομάδας μελέτης — η θεολογική και η ιδεολογική — δεν αποτελούσαν δυο αυστηρά ξεχωριστές ενότητες αλλά πολύ συχνά συνδέονταν μεταξύ τους μέσα στη συζήτηση. Αυτό που προέκυψε από τη μελέτη ετούτη ήταν πως ο Ελληνικός διαχωρισμός ανάμεσα στο νου και την ύλη, το σώμα και την ψυχή, τη σάρκα και το πνεύμα, το άτομο και την κοινότητα, ήταν ψευδής. Παραπέρα είδαμε ότι η πρωτοχριστιανική εκκλησία, καθώς εξαπλώθηκε στις εμπορικές πόλεις της Μικράς Ασίας, δέχτηκε τις επιδράσεις του Γνωστικισμού και των ντόπιων θρησκειών, που είχαν σα φιλοσοφική βάση τον Ελληνικό δυϊσμό. Και είδαμε επίσης ότι η Εβραϊκή θεολογία είχε αντιπαλέψει τη δυϊστική κοσμοθεωρία που γεννούσε ο Ελληνικός φιλοσοφικός ιδεαλισμός. Σαν αποτέλεσμα, η Ιουδαϊκή ερμηνεία έχει περιγραφεί σαν η πιο υλιστική απ’ όλες τις θρησκείες. Κι αυτή ήταν η βάση του πρώιμου Χριστιανισμού (αν και αυτό το γεγονός το ανακαλύψαμε από τη μελέτη της Μαρξιστικής κριτικής του ύστερου Χριστιανισμού). Έτσι μπορέσαμε να κατανοήσουμε ότι το κίνημα της Βασιλείας των Ουρανών με τον Ιησού και την πρωτοχριστιανική εκκλησία διαμόρφωσε μια πρωτόγονη κομμουνιστική κουλτούρα η οποία επιβίωσε σε διάφορους βαθμούς επί αρκετούς αιώνες. Προήλθε φυσικά από τις αιρέσεις ”της ερήμου”, όπως οι Εσσαίοι και το κίνημα του Ιωάννη του Βαπτιστή, αλλά πραγματοποίησε κι ένα πολύ σημαντικό βήμα πιο πέρα. Για πρώτη φορά, ο πρωτόγονος κομμουνισμός δεν βασιζόταν στην οικογένεια, στη φυλή ή σε μια ομοσπονδία φυλών.

Όλες αυτές οι “ανακαλύψεις” μας, τελικά σήμαιναν ότι ο Μαρξισμός δεν ήταν απλώς ένα μέσο έκφρασης της Χριστιανικής μας συμπεριφοράς, αλλά κι ένα εργαλείο για την κατανόηση των Ιουδαιο-Χριστιανικών καταβολών μας.

Οπωσδήποτε, η συζήτηση τέτοιων θεμάτων έδινε μεγάλη ζωντάνια στην ομάδα μελέτης. Η μελέτη ήταν σοβαρή αλλά κι ευχάριστη γιατί επιχειρηματολογούσαμε και γελάγαμε μαζί. Μέσα από αυτή την κατάσταση η ομάδα βαθμιαία διαμορφώθηκε σε μια κοινότητα “πίστεως εν δράσει”. Το σημαντικό ποσοστό της ενορίας που συμμετείχε τακτικά στην ομάδα μελέτης αποτέλεσε τον πυρήνα που “ήξερε τί έκανε και γιατί”. Τα μέλη της μπορούσαν να διατυπώσουν ένα λόγο που εξηγούσε την πίστη τους, τόσο στο θεολογικό όσο και στο ιδεολογικό επίπεδο.

Επειδή όλοι δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν στην ομάδα μελέτης, χρειάστηκε να δημιουργηθούν κάποιες δυνατότητες για εκείνους που έβλεπαν με συμπάθεια την όλη προσπάθεια, και είχαν τη διάθεση να ασχοληθούν με κάτι περισσότερο από την παρακολούθηση του κυριακάτικου κηρύγματος. Αυτό που τελικά έγινε ήτανε μια ”συνάντηση για καφέ” όπου 40-50 άτομα μένανε μετά τη λειτουργία της Κυριακής για μια ώρα περίπου κουβεντιάζοντας σε μια ανεπίσημη ατμόσφαιρα. Ενώ τα παιδιά ήταν στο κατηχητικό, οι ενήλικες (που περιλάμβαναν και τους μαθητές του γυμνασίου)άρχιζαν με ερωτήσεις γύρω από το θέμα του κηρύγματος που είχε προηγηθεί, και συνέχιζαν από κει σε μια ευρύτερη συζήτηση. Ήταν εντυπωσιακό το ότι με δυσκολία βρίσκαμε κάποιον ενήλικα να διδάξει στο κατηχητικό, γιατί αυτό σήμαινε ότι θα έχανε τη ”συνάντηση του καφέ”. Για να λύσουμε αυτό το πρόβλημα χρειάστηκε να εναλλάσσουμε τους διδάσκοντες κατά τακτικά διαστήματα.

Η επιμόρφωση από την ομάδα μελέτης, το κήρυγμα και τη συνάντηση του καφέ ήταν πολύ ουσιαστική, τόσο μάλιστα που οι επισκέπτες στην ενορία μας νόμιζαν ότι είχαν πέσει κατά λάθος σε μια συζήτηση πανεπιστημιακών ή τουλάχιστον ανθρώπων με πανεπιστημιακή παιδεία. Στην πραγματικότητα,ελάχιστοι είχαν φοιτήσει σε πανεπιστήμια, μερικοί δεν είχαν τελειώσει το γυμνάσιο, και υπήρχαν και ορισμένοι τελείως αγράμματοι. Αυτές οι διαφορές δεν δημιουργούσαν εμπόδια στη συζήτηση μέσα στην ομάδα γιατί το θέμα ήταν η ζωή και οι εμπειρίες των ανθρώπων.

Από οργανωτική άποψη, οι συναντήσεις του καφέ αποτελούσαν έναν δεύτερο, ομόκεντρο κύκλο δραστηριότητας γύρω από τον πυρήνα της ομάδας μελέτης. Όσοι συμμετείχαν σ’ αυτές τις συναντήσεις βοηθούσαν στην παραπέρα πληροφόρηση εκείνων που έρχονταν μόνο στη λειτουργία, καθώς και εκείνων που κατοικούσαν στην ενορία μας αλλά δεν είχαν επαφή με την εκκλησία.

Αν η μελέτη και η συζήτηση δεν είχε συνδυαστεί σε μια δεύτερη φάση με συγκεκριμένη δράση, τότε η πορεία των γεγονότων στο Σαιντ Μαρκ’ς θα ήταν απλώς μια διαρκής ανακύκλωση και επανάληψη. Αν δεν δοκιμάζαμε τα συμπεράσματά μας και τους εαυτούς μας, θα χτίζαμε απλώς ένα γυάλινο πύργο, αποκομμένο από την πραγματικότητα. Έτσι λοιπόν,προχωρήσαμε και στην πράξη. Οι ενέργειες που περιγράψαμε στην αρχή αυτού του άρθρου μας οδηγούσαν, με κάθε βήμα,σε μια βαθύτερη κατανόηση του κόσμου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, βέβαια, κάποιοι εγκατέλειπαν την ομάδα, αλλά εκείνοι που παρέμεναν και συμμετείχαν, δυνάμωναν. Και επιπλέον υπήρχαν και άλλοι που έρχονταν στην εκκλησία για να δουλέψουν μαζί μας μετά από κάθε ενέργεια. Η κατήχηση στην πράξη είναι πολύ ισχυρότερη από την κατήχηση με τα λόγια. Η κατανόηση της πραγματικότητας γινόταν καθαρότερη και η Χριστιανική και Μαρξιστική τοποθέτησή μας βαθύτερη, κάθε φορά που έμπαινε σε δοκιμασία. Αυτό δε σημαίνει ότι η όλη διαδικασία ήταν εύκολη ή ανώδυνη. Κάθε φορά που κάποιος αποχωρούσε, ήταν μια πολύ οδυνηρή εμπειρία για τους υπόλοιπους γιατί πραγματικά είχαμε διαμορφώσει πολύ στενούς δεσμούς μεταξύ μας. Μάλιστα, το πιο δύσκολο πράγμα που έχει να αντιμετωπίσει μια ομάδα αυτού του είδους, είναι η ρήξη μέσα στην οικογένεια ή μεταξύ φίλων. Τα λόγια του Χριστού για το αναπόφευκτο της ρήξης ακόμα και μέσα στην οικογένεια σαν αποτέλεσμα της απόφασης να ταχθείς στο σκληρό αγώνα, απέκτησαν μια ιδιαίτερη σημασία για μας καθώς ζούσαμε αυτή την εμπειρία κάθε φορά που βάζαμε στην πράξη τα όσα κηρύτταμε.

Το πιο σημαντικό στοιχείο της μελέτης μας ήταν η προσπάθεια να εντοπίσουμε την κοινή ρίζα των διαφόρων υποθέσεων για τις οποίες αποφασίζαμε να δράσουμε. Χωρίς μια τέτοια κατεύθυνση, οι άνθρωποι θα αναλώνονταν και πολύ εύκολα θα χάνονταν στην αναζήτηση των μυριάδων φαινομενικά ασύνδετων δεδομένων. Τόσο η θεολογία της απελευθέρωσης όσο και η Μαρξιστική θεωρία, η καθεμιά από τη σκοπιά της, πάντα αναζητούν τη ρίζα του προβλήματος — και γι’ αυτό είναι και οι δυο ριζοσπαστικές. Και οι δυο αναλύουν τα φαινόμενα μέχρι το σημείο όπου συνδέονται μεταξύ τους, κι έτσι όταν διερευνούσαμε τα συγκεκριμένα ζητήματα δεν πελαγοδρομούσαμε αλλά αντίθετα βαθαίναμε την κατανόησή τους. Μια φιλελεύθερη προσέγγιση στις ίδιες υποθέσεις συνήθως οδηγεί σε μια εξάντληση δυνάμεων γιατί δεν υπάρχει ένα εναλλακτικό όραμα που να συνδέει τις λεπτομέρειες σ’ ένα ενιαίο σύνολο. Σαν αποτέλεσμα, ο φιλελευθερισμός είναι αναγκασμένος να περιορίζει είτε το βάθος είτε τον αριθμό των ζητημάτων στα οποία παρεμβαίνει.

Ο αυτοπροσδιορισμός μας σαν ομάδα δεν προήλθε μόνο από την κοινή μελέτη και δράση, αλλά και από την εχθρότητα που αντιμετωπίσαμε. Απ’ την πρώτη κιόλας Κυριακή που μίλησα στην εκκλησία του Καμάντσε, το αντίπαλο στρατόπεδο έκανε την παρουσία του αισθητή. Η σύζυγος ενός δικηγόρου της περιοχής και ιδιοκτήτη ακινήτων στις φτωχογειτονιές, η οποία αποτελούσε έναν από τους αυτόκλητους στυλοβάτες της εκκλησίας, άρχισε μια εκστρατεία ψιθύρων διαδίδοντας ότι ήμουν “κομμουνιστής”. Καθώς δεν. είχα χρησιμοποιήσει καμιά επίμαχη λέξη στο κήρυγμά μου, και είχα βασιστεί αποκλειστικά στο κείμενο της Βίβλου, η αντίδραση του κόσμου,ήταν να αναρωτηθεί περισσότερο για τα δικά της κίνητρα παρά για τις δικές μου πολιτικές πεποιθήσεις. Και πολλοί είπαν “δεν ξέρουμε ποιος είναι ούτε από πού έρχεται, αλλά αν αυτή είναι εναντίον του, τότε εμείς είμαστε μαζί του”.

Το επόμενο στάδιο της επίθεσης ήταν ένα οικονομικό μποϋκοτάρισμα από τους δεξιούς που διαφωνούσαν με την κατεύθυνση των κηρυγμάτων μου. Αυτοί ήταν οι άνθρωποι που κατήγγειλαν το μποϋκοτάρισμα όταν το έκαναν εργάτες ενάντια στις εταιρείες, αλλά ήταν μια χαρά όταν το χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για να με κάνουν να σωπάσω ή να φύγω. Παρόλο που ο περιορισμός των οικονομικών πόρων ήταν οδυνηρός για μια μικρή ενορία σαν τη δική μας, δεν ήταν καθοριστικής σημασίας. Μάλιστα, τούτο έδειξε στους υπόλοιπους ότι δεν ήταν οι πλούσιοι, αλλά οι εργάτες και οι φτωχοί που σήκωναν το κύριο οικονομικό βάρος για τη λειτουργία της εκκλησίας. Κι όταν οι εργαζόμενοι είδαν τί συνέβαινε, αύξησαν τις προσφορές τους για να αντισταθμίσουν το μποϋκοτάρισμα των πλούσιων.

Όταν φάνηκε ότι το οικονομικό μποϋκοτάρισμα δεν λειτούργησε, το επόμενο βήμα ήταν η αποχώρηση, από τις διοικητικές θέσεις, των ανθρώπων που θεωρούνταν αναντικατάστατοι για τη λειτουργία της εκκλησίας. Αν και αυτό αρχικά ανησύχησε πολύ όσους παρέμειναν, σύντομα έγινε φανερό ότι και άλλα μπορούσαν να κάνουν τις δουλειές, και για πρώτη φορά υπήρξε ένα πραγματικό πνεύμα συνεργασίας. Τα πάντα λειτουργούσαν καλύτερα από πριν!

Πέρα από τις εχθρικές ενέργειες μέσα στην ενορία, η επιχειρηματική και κοινωνική “ελίτ” προσπάθησε να πιέσει τον επίσκοπο να με μεταθέσει, και πολύ συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια της ανεπίσημης απεργίας που αναφέραμε στην αρχή του άρθρου. Σε μια περίπτωση τα πράγματα οξύνθηκαν τόσο ώστε κλήθηκα σε απολογία ενώπιον του επισκόπου και 13 τοποτηρητών της πολιτείας της Αϊόβα. Επρόκειτο για μια απαίτηση δίχως προηγούμενο από την πλευρά της ιεραρχίας,γι’ αυτό απάντησα λέγοντας ότι θα επιθυμούσα να φέρω μαζί μου άλλον έναν πάστορα στη συνεδρία. Ο τοποτηρητής της περιοχής μου με πληροφόρησε ότι ήταν αδύνατο γιατί κάτι τέτοιο ”θα παραβίαζε την εμπιστευτικότητα της διαδικασίας των διορισμών”. Αντέτεινα ότι ο συνάδελφος μου θα μπορούσε να είναι παρών μέχρι τη συζήτηση του θέματος του διορισμού, αλλά έλαβα την απόκριση: ”Όχι. Επ’ ουδενί!” Στο σημείο αυτό είπα ότι θα ήθελα να ηχογραφήσω τη συζήτηση, γιατί έμοιαζε με μια συνάντηση εργοδοσίας – εργαζόμενων, όπου εγώ βρισκόμουν στη δοσμένη αριθμητική σχέση του 14 προς 1. Με έκπληκτο και οργίλο ύφος μου απάντησαν ότι αυτό έμοιαζε να υποδηλώνει έλλειψη εμπιστοσύνης προς την αδελφότητα και ότι το αίτημά μου απορριπτόταν ασυζητητί. Τελικά είπα, ”τότε λοιπόν δεν μου αφήνετε άλλη επιλογή από το να βγω και να μιλήσω στα μέσα ενημέρωσης”. Αγνόησαν αυτό το σχόλιο ως άνευ σημασίας.

Εκείνο το απόγευμα συμμετείχα σε μια συγκέντρωση 1.500 περίπου απεργών, όπου ο συνδικαλιστικός τους εκπρόσωπος ανακοίνωσε την κλήση μου σε απολογία από την ιεραρχία της εκκλησίας. Οι απεργοί απάντησαν αμέσως: ”Να πάμε με λεωφορεία στο Ντες Μόινς και να διαδηλώσουμε έξω από την Επισκοπή, κι ενώ ο Τζιλ θα μιλάει με την ιεραρχία μέσα στο κτίριο εμείς θα τα λέμε στους δημοσιογράφους απ’ έξω”. Ένας χαφιές φαίνεται ότι ειδοποίησε αμέσως τον επίσκοπο, γιατί μόλις πήγα σπίτι μου χτύπησε το τηλέφωνο και ο τοποτηρητής της περιοχής μου είπε: ”Η συνάντηση αναβάλλεται επ’ αόριστο — δεν είχαμε σκοπό να δώσουμε δημοσιότητα στο θέμα”.

Αυτό που θέλουμε να υπογραμμίσουμε, περιγράφοντας την εχθρότητα που αντιμετωπίσαμε, είναι ότι το αποτέλεσμά της ήταν να ενισχυθεί η αλληλεγγύη μας και να ξεκαθαρίσουν οι απόψεις μας. Έδειξε σε όλους ότι διεξαγόταν ένας ταξικός πόλεμος τόσο μέσα στην εκκλησία όσο και μέσα στην κοινότητα όπου ζούσαν, κι αυτό έκανε την κατανόηση των αγώνων στον υπόλοιπο κόσμο ακόμα πιο βαθιά.

Δυο χρόνια αργότερα, αφού παρέμεινα στη θέση του πάστορα για να βοηθήσω τους ανθρώπους να ξαναστήσουν τη ζωή τους μετά την απεργία και τη διαγραφή του σωματείου τους από το επίσημο συνδικάτο, ζήτησα από μόνος μου μετάθεση. Είχα ζήσει στο Καμάντσε για 10 χρόνια, κι ένιωθα πως ήταν καιρός για μια αλλαγή, τόσο για μένα όσο και για την ενορία. Στη θέση μου, ο επίσκοπος διόρισε ένα νεαρό πάστορα με την οδηγία να “συμφιλιώσει” εκείνους που είχαν αποχωρήσει από την εκκλησία Σαιντ Μαρκ’ς με εκείνους που είχαν παραμείνει και είχαν συμμετάσχει στους αγώνες. Αυτή η επιχείρηση της ταξικής συνεργασίας, της ”ενότητας πάνω απ’ όλα”, προωθήθηκε από το νεαρό καρριερίστα πάστορα ενάντια στη θέληση και την αλληλέγγυα στάση των μελών της ενορίας που είχαν δουλέψει μαζί μου. Μέσα σε μερικούς μήνες οι άνθρωποι που είχαν κατακτήσει μια νέα κατανόηση του Χριστιανισμού μέσα από τους αγώνες και τη μελέτη των προηγούμενων χρόνων, αποφάσισαν να αποχωρήσουν από το Σαιντ Μαρκ’ς, και οργανώθηκαν σαν ομάδα της Μεθοδιστικής Ομοσπονδίας για την Κοινωνική Δράση. Εδώ και τρία χρόνια η ομάδα αυτή, κάπου 70-80 άτομα, συνεχίζει τις συναντήσεις και την πρακτική που είχαμε αρχίσει μαζί. Δεν έχουν πάστορα,αλλά εναλλάσσονται στην καθοδήγηση της ομάδας μελέτης κάθε Τετάρτη βράδυ και στην προετοιμασία του κηρύγματος της Κυριακής. Έχουν αντιμετωπίσει κάθε είδους επιθέσεις,αλλά είναι τώρα ελεύθεροι να χρησιμοποιήσουν το χρόνο τους και τα χρήματά τους για υποθέσεις και ενέργειες στις οποίες πιστεύουν και όχι για να συντηρούν κάποιο κτίριο ή να συνεισφέρουν στη λειτουργία των οργανωτικών δομών της ιεραρχίας. Έμαθαν πολύ καλά ότι “η εκκλησία” δεν ταυτίζεται μ’ ένα κτίριο, έναν ιερέα, ένα δόγμα, και έτσι είναι σήμερα σοφότεροι και ισχυρότεροι.

Και όλοι μας είδαμε πως το Ευαγγέλιο που είναι “καλα μαντάτα” για τους φτωχούς, είναι κατά κανόνα “κακά μαντάτα” για τους πλούσιους, πως η ζωή μας δεν ”δικαιώνεται δια της πίστεως” αλλά δια της πίστεως εν δράσει, πως ο Ιησούς και οι προφήτες έζησαν και πέθαναν για το Θεϊκό Βασίλειο της επίγειας δικαιοσύνης, για έναν κόσμο όπου θα υπάρχει ζωή εν αφθονία για όλους, και όπου “οι έσχατοι έσονται πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι”. Τέλος, μάθαμε ότι ο Χριστιανισμός και ο Μαρξισμός δεν είναι αντίθετοι ο ένας στον άλλον,ούτε απλώς οι δυο όψεις του ίδιου προοδευτικού κινήματος στην ιστορία, αλλά αλληλοσυμπληρούμενες πλευρές των υποκειμένων που αγωνίζονται.

Όσο για μένα, τα ερωτήματα που με απασχολούσαν σχετικά με την εκκλησία πριν από 13 χρόνια, βρήκαν κάποιες απαντήσεις. Ναι, “μπορούσε να λειτουργήσει στο Καμάντσε”, πέρα από κάθε προσδοκία, δική μου ή οποιουδήποτε άλλου. Ναι, μπορούσε να διασπαστεί το μονοπώλιο των θρησκευτικών συμβόλων και μύθων, που κατείχε ο προτεσταντικός Συντηρητίσμός (φονταμενταλισμός) και η ”Ηθική Πλειοψηφία”. Ναι, η θεολογία της απελευθέρωσης μπορούσε να ριζώσει εκεί. Και η θεολογία αυτή ανοίγει μια νέα προοπτική με αντίκτυπο τόσο σημαντικό για την άνοδο του σοσιαλισμού, όσο σημαντικός ήταν και ο αντίκτυπος της θεολογίας της Προτεσταντικής Μεταρρύθμισης για την άνοδο του καπιταλισμού.

Είναι η εκκλησία στο πλευρό του λαού;

«Η Εκκλησία, η οποία είναι μέχρι σήμερα πολύ στενά συνδεδεμένη με την καθεστηκυία τάξη, αρχίζει να τοποθετείται με διαφορετικό τρόπο απέναντι στην κατάσταση λεηλασίας, καταπίεσης και αλλοτρίωσης που βιώνουμε στη Λατινική Αμερική. Αυτό έχει προκαλέσει την ανησυχία των εκμεταλλευτών και των υπέρμαχων της καπιταλιστικής κοινωνίας, που βλέπουν να απομακρύνεται αυτή που μέχρι σήμερα αποτελούσε, συνειδητά ή ασυνείδητα, ένα από τα στηρίγματά αυτής της κατάστασης.»¹

Τα παραπάνω, τα έγραφε το 1971 ο Περουβιανός ιερέας και θεολόγος, Γκουστάβο Γκουτιέρες. Ήταν μια περίοδος όπου μεγάλα τμήματα της Καθολικής εκκλησίας στην Λατινική Αμερική, κάτω από την επιρροή του κινήματος της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, στέκονταν χωρίς περιστροφές στο πλευρό του λαού και συμπορεύονταν με αυτούς που επιδίωκαν την ανατροπή του καπιταλισμού.

Μάλιστα, για την Θεολογία της Απελευθέρωσης, το μνημόνιο της Σάντα Φε (Santa Fe Document) για την ακολουθητέα πολιτική των ΗΠΑ στη Λατινική Αμερική, που συνέταξαν οι σύμβουλοι του Ρόναλντ Ρέιγκαν, ανέφερε: «Η εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ πρέπει να αρχίσει να αγωνίζεται (και όχι να αντιδρά εκ των υστέρων) εναντίον της θεολογίας της απελευθέρωσης. Στη Λατινική Αμερική ο ρόλος της εκκλησίας είναι ζωτικός για την έννοια της πολιτικής ελευθερίας. Δυστυχώς οι μαρξιστικές-λενινιστικές δυνάμεις κάνουν χρήση της εκκλησίας ως όπλου κατά της ατομικής ιδιοκτησίας και του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής, διοχετεύοντας στη θρησκευτική κοινότητα ιδέες μάλλον κομμουνιστικές παρά χριστιανικές».

Το ζήτημα είναι το εξής: Θα μπορούσε να ειπωθεί κάτι παρόμοιο, με αυτά που λέει ο Γκουτιέρες, για την ντόπια εκκλησία σήμερα;

Η σχετική θεολογία για μια τέτοια στάση της εκκλησίας, είναι βαθιά και υπαρκτή. Το ιστορικό υπόβαθρο έχει επίσης βαθιές ρίζες. Άνθρωποι που αντιλαμβάνονται την αναγκαιότητα της ανατροπής της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, υπάρχουν μέσα στην εκκλησία. Παρ’ όλα αυτά όμως, στο παραπάνω ερώτημα, η απάντηση είναι πως μάλλον όχι!

Η εκκλησία, δεν έχει ταχθεί ξεκάθαρα υπέρ του λαού. Μπορεί μεν να προσφέρει φιλανθρωπία στους πιο φτωχούς και εξαθλιωμένους, όμως δεν θίγει τα αίτια που οδηγούν τον λαό στην εξαθλίωση και την φτώχεια, την ίδια στιγμή που οι καπιταλιστές συσσωρεύουν αμύθητο πλούτο. Η εκκλησία ανέχεται τους εκμεταλλευτές στους κόλπους της. Δεν τους ενοχλεί κι ούτε τους αγγίζει ιδιαίτερα. Ο βιβλικός λόγος του Ιησού, ότι “είναι ευκολώτερον να περάση μια καμήλα από την τρύπα μιας βελόνας παρά πλούσιος να μπη εις την βασιλείαν του Θεού.” (Ματθ. 19:24, ΚΔΤΚ), αποσιωπάται ολοσχερώς.

Είναι ανάγκη και η εκκλησία να ταχθεί στο πλευρό των καταπιεσμένων, να γίνει καταπέλτης ενάντια στην ανισότητα, την αδικία και την εκμετάλλευση, να πάψει να καταδέχεται να είναι εργαλείο στα χέρια των αστών, να πάψει είναι «όπιο του λαού». Εξάλλου, «η φτώχεια είναι σύμφωνα με τη Βίβλο μια σκανδαλώδης απαράδεκτη κατάσταση που αντιβαίνει προς τις αρχές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και συνεπώς είναι αντίθετη στο θέλημα του Θεού.»²

1. Γκουστάβο Γκουτιέρες, «Θεολογία της απελευθέρωσης», Άρτος Ζωής, Αθήνα 2012, σελ. 252.
2. Ο.π. σελ. 473

Ο Φιντέλ Κάστρο για την Επί του Όρους Ομιλία

Το 1985, ο Φιντέλ Κάστρο είχε μια σειρά από συνομιλίες με τον βραζιλιάνο καθολικό μοναχό και υποστηρικτή της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, Φράι Μπέττο. Οι συνομιλίες αυτές κυκλοφόρησαν σε βιβλίο. Το 1987 οι εκδόσεις Γνώσεις, κυκλοφόρησαν αυτό το βιβλίο στα ελληνικά με τον τίτλο «Ο Φιδέλ και η Θρησκεία: συνομιλίες με τον Φράι Μπέττο» (δείτε εδώ). Από εκεί, παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα από την συνομιλία, που αφορά την Επί του Όρους Ομιλία.

Φιντέλ Κάστρο: Πολλά από τα κομμάτια της διδασκαλίας του Χριστού, όπως «Η επί του Όρους Ομιλία», νομίζω πως δεν μπορούν να ερμηνευθούν με άλλο τρόπο, παρά με αυτό που ονομάζεις επιλογή υπέρ των φτωχών. Όταν ο Χριστός είπε: «Μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. Μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν. Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν», είναι φανερό, ότι δεν πρόσφερε τη βασιλεία των ουρανών στους πλούσιους. Στην πραγματικότητα την πρόσφερε στους φτωχούς. Και δεν πιστεύω ότι σ’ αυτό το σημείο της Ομιλίας του Χριστού μπορεί να υπάρχει λάθος μετάφρασης ή ερμηνείας. Νομίζω ότι αυτή την «Επί του Όρους Ομιλία», μπορούσε να την είχε προσυπογράψει ο Καρλ Μαρξ.

Φράι Μπέττο: Στην παραλλαγή του ευαγγελιστή Λουκά δεν λέει μόνο «μακάριοι οἱ πτωχοί», αλλά και «οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις».

Φιντέλ Κάστρο: Δεν ξέρω αν υπάρχει αυτή η φράση σε κάποια παραλλαγή αυτής της Ομιλίας. Λες ότι είναι παραλλαγή του ευαγγελιστή Λουκά. Εγώ δεν θυμάμαι να λέει «οὐαὶ ὑμῖν τοῖς πλουσίοις«.

Φράι Μπέττο: Εσείς γνωρίζετε την παραλλαγή του ευαγγελιστή Ματθαίου, που είναι πιο γνωστή.

Φιντέλ Κάστρο: Ίσως να ήταν αυτή που βόλευε περισσότερο εκείνη την εποχή, ώστε να μας εκπαιδεύσουν σ’ ένα πιο συντηρητικό πνεύμα.

Δείτε σχετικά: Στοιχεία ταξικής συνείδησης στο Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον

Φιντέλ Κάστρο: περί πίστης, τιμωρίας και επιβράβευσης

«Νομίζω ότι, όταν κάτι γίνεται με το φόβο της τιμωρίας ή με την επιδίωξη της επιβράβευσης, δεν είναι αμιγώς αλτρουιστικό ούτε ευγενές. Δεν αξίζει επαίνους ούτε θαυμασμό ούτε καμία άλλη εκτίμηση. Στην επαναστατική μου ζωή, και με βάση τις δικές μου επαναστατικές ιδέες, όσες φορές χρειάστηκε να εμπλέξω ανθρώπους σε καταστάσεις εξαιρετικά δύσκολες, όπου θα δοκιμάζονταν και θα έπρεπε να αντέξουν κάνοντας αυτοθυσίες και επιδεικνύοντας αλτρουισμό, το πιο αξιοθαύμαστο απ’ όλα ήταν ότι δεν παρακινήθηκαν από κανένα είδος επιβράβευσης ή τιμωρίας.

Η ίδια η εκκλησία πέρασε τις δικές της δοκιμασίες για πολλούς αιώνες. Υπέφερε μαρτύρια και τα αντιμετώπισε. Πιστεύω πως αυτό εξηγείται μόνο με τη βαθιά πίστη. Νομίζω πως η πίστη είναι που δημιουργεί τους μάρτυρες. Δεν νομίζω ότι κάποιος γίνεται μάρτυρας απλώς και μόνο επειδή προσβλέπει σε επιβράβευση ή φοβάται την τιμωρία. Δεν νομίζω ότι κάποιος συμπεριφέρεται ηρωικά για τέτοιους λόγους. Όλοι οι μάρτυρες της εκκλησίας παρακινήθηκαν από αισθήματα αφοσίωσης, γιατί πίστευαν πάρα πολύ σε κάτι. Η ιδέα της μετά θάνατον ζωής, όπου οι πράξεις τους θα άξιζε να επιβραβευτούν, ίσως βοήθησε λίγο, ωστόσο δεν πιστεύω ότι αποτέλεσε τον κύριο λόγο. Οι άνθρωποι που λειτουργούν από φόβο, συνήθως φοβούνται και τη φωτιά και τα μαρτύρια και τα βασανιστήρια. Δεν τολμούν να τα προκαλέσουν ανοιχτά. Απ’ άκρη σ’ άκρη της εκκλησιαστικής ιστορίας οι μάρτυρες θα πρέπει να παρακινήθηκαν από κάτι πιο εμπνευσμένο από το φόβο ή την τιμωρία.«

Απόσπασμα από τις συζητήσεις του Φιντέλ Κάστρο, με τον βραζιλιάνο καθολικό μοναχό και υποστηρικτή της Θεολογίας της Απελευθέρωσης, Φράι Μπέττο. Οι συζητήσεις αυτές κυκλοφορούν σε βιβλίο με τον τίτλο «Fidel & Religion: Conversations with Frei Betto on Marxism & Liberation Theology». Αποσπάσματα από αυτές τις συζητήσεις περιέχονται σε ελληνική έκδοση αυτοβιογραφίας του Κάστρο, υπό τον τίτλο: «Φιντέλ Κάστρο: Εκείνα τα χρόνια. Μια Αυτοβιογραφία» (εκδόσεις Τόπος). Από αυτήν την έκδοση, είναι το απόσπασμα που παραθέσαμε.